ΠΤΗΣΗ ΝΟΗΤΗ

Ελάτε να κάνουμε μια πτήση νοητή στον πιο κοντινό μας προορισμό, τον εαυτό μας …….. Ελάτε να φωτίσουμε το βλέμμα μας με τη ματιά των άλλων .....

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ, ΕΒΡΟΥ, Greece

Δε θα γράψω για το τι είμαι ... αλλά για το τι θα' θελα να είμαι! Ένα θαλασσοπούλι γεννημένο να' ναι ελεύθερο για πάντα! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……

Τετάρτη, Απριλίου 19, 2006

ΑΛΚΥΟΝΗ

Σήμερα είναι μια περίεργη μέρα! Η Άνοιξη που έχει φθάσει, το καλοκαίρι που πλησιάζει, η ανανεωμένη μας διάθεση …. Δε ξέρω. Μπορεί κάτι απ’ αυτά, μπορεί και όλα μαζί! Σήμερα, λοιπόν, έχω τη διάθεση να γράψω ένα γράμμα. Να γράψουμε μαζί ένα γράμμα. Να ψιθυρίσουμε σκόρπιες κουβέντες στον αέρα. Να τις συνδυάσουμε με τις σκέψεις μας, τις επιθυμίες μας, την υπέροχη διάθεσή μας για το καινούριο, που φέρνει η Άνοιξη, για την ελευθερία, που μυρίζει το καλοκαιράκι! Θα αναζητήσουμε μια πλευρά αισιοδοξίας και αναζήτησης, που πάντα υπάρχει και ζει μέσα μας. Αυτό το γράμμα θα μας οδηγήσει στην άλλη πλευρά του εαυτού μας, του μυστήριου φεγγαριού μας, που λαχταρά να ξεπεράσει το επίπεδο των υλικών και απτών στοιχείων, που ίσως τις περισσότερες φορές μας αποτελούν, και να μας ταξιδέψει σε πτήσεις ιλιγγιώδης πίσω σε έναν εαυτό που ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε!

Επιλέγω και σας παρασέρνω σε ένα κείμενο – γράμμα, που θα μπορούσε να το είχε γράψει ο καθένας από μας. Ο παραλήπτης; Ένα θαλασσοπούλι, μια Αλκυόνη ……

«Αγαπημένη μου Αλκυόνη,
ξαφνικά μου ήρθε το όνομα σου στο μυαλό μου, μια λέξη που με γοήτευσε. Μια λέξη που αντιπροσωπεύει ένα πουλί, ένα θαλασσοπούλι, και αυτό με μάγεψε ακόμα περισσότερο. Ένα θαλασσοπούλι είναι ότι θα ονειρευόταν να είναι ένας άνθρωπος που λαχταρά να είναι ελεύθερος! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……
Ξέρεις τι θα ήθελα να είμαι Αλκυόνη; Ένας εκπληκτικός, ζωντανός, ονειροπόλος, χαρούμενος άνθρωπος, έτοιμος να ζήσει την καλύτερη και τη χειρότερη στιγμή της ζωής του με τον πιο γεμάτο και ζωντανό τρόπο. Ένα παιδί θα ήθελα να παραμείνω έτοιμο να γυρίσει όλο τον κόσμο και έτοιμο να τον κατακτήσει. Θα ήθελα να νιώθω πάντα ελεύθερη από τις συμβάσεις μου, να νιώθω ελεύθερη να επιλέξω και να είμαι σίγουρη για την επιλογή μου, όπου και αν με βγάλει!
Φαντάζομαι πως κάποια μέρα απαλλαγμένη από τις έγνοιες μου θα μπορούσα να ξυπνήσω, να ανοίξω τα μάτια μου, να πάω στο παράθυρο, να το ανοίξω και να κοιτάξω τον ουρανό με ένα αγνό, πραγματικό χαμόγελο ευτυχίας. Ίσως κάποια μέρα, ίσως και ποτέ! Χιλιάδες εκατομμύρια άνθρωποι Αλκυόνη, πέρασαν άσκοπα τη ζωή τους χωρίς να αφήσουν κάποιο στίγμα. Χιλιάδες έζησαν ζωές χωρίς απαιτήσεις και χωρίς να τις ζουν αληθινά, κρύβοντας τον πραγματικό τους εαυτό βαθιά μέσα τους, επειδή έτσι τους επέβαλλε ο πολιτισμός τους, η κοινωνία και ο φόβος τους!
Αλκυόνη, είσαι αέρας, όνειρο, πέταγμα, και για μένα το πέταγμα είναι όνειρο, λαχτάρα, αέρας στη ζωή μου! Θέλω να σου μοιάσω Αλκυόνη! Δε θέλω μια μέρα να διαπιστώσω ότι ενώ μπορούσα, τα παράτησα, ενώ πετούσα, έπεσα, ενώ άρχισα να φαίνομαι, κρύφτηκα …..
Στριφογυρνάνε στο μυαλό μου τόσα ερωτηματικά, ξέρω πως πάντα στη ζωή υπάρχουν τα «τι θα γινόταν αν ….». Πάντα! Μα δεν αρκεί να μένεις εκεί, να προχωράς έτσι! Αρκεί απλά να παίρνεις τις προκλήσεις που σου δίνει η ζωή και να μην επαναπαύεσαι ποτέ! Και εκεί είναι η μαγεία και η πρόκληση να ζεις αληθινά αλλά και να βυθίζεσαι στις ανθρώπινες σχέσεις και στους ανθρώπους γενικά. Στο τι κρύβουν, πως εξελίσσονται, τι αποκαλύψεις έχουν να σου κάνουν! Αλήθεια, όπως και η ίδια η ζωή ….
Αλκυόνη, σήμερα λατρεύω την καλή μου διάθεση, λατρεύω όλον τον κόσμο, λατρεύω την υπέροχη ολόδική μου ζωή και δε θα αφήσω κανέναν να μου τη χαλάσει!
Και ύστερα είναι και εκείνες οι περίεργες μέρες και στιγμές που νιώθω πολύ μικρή και άπειρη, απειροελάχιστη! Μυστήριο! Μ’ αρέσει! Είναι σα να μαθαίνω να ξυπνώ ξανά.
Ξέρεις Αλκυόνη γιατί θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να σου μοιάσω; Γιατί θέλω πάντα να είμαι ανοιχτή σε ταξίδια, κυρίως αυτά χωρίς προορισμό, χωρίς λόγο και αιτία, σε θάλασσες δύσκολες, ατέρμονες, μυστήριες, που θα με ταξιδεύουν όχι μόνο στα νερά τους αλλά και στην ψυχή τους την ίδια.
Κι αυτή η Άνοιξη …. Καλή μου Αλκυόνη, τη λατρεύω την Άνοιξη! Σαν εποχή και σαν ιδέα. Είναι ένα ξεκίνημα, μια νέα αφετηρία, κάτι καινούριο που αναπροσαρμόζεται, επανατοποθετείται, ξεκινάει πάλι από την αρχή. Το πιστεύω Αλκυόνη, θα ξυπνήσω ένα πρωί και δε θα με νοιάζει τίποτα και θα αρχίσω να ζω όμορφα, απλά, αληθινά!
Λαχταρώ Αλκυόνη μέρη φωτεινά, διαυγή και καθάρια νερά, δυνατούς ανέμους. Λαχταρώ να κατακτήσω αυτά που δίνουν νόημα και ενδιαφέρον σε μένα, που ζωγραφίζουν το χαμόγελο αυθόρμητο στα χείλη μου, που εξάπτουν τη φαντασία και το πάθος μου για τη ζωή. Λαχταρώ να ανακαλύψω αν μέσα μου υπάρχει ένας εαυτός που δε πρόλαβε ακόμα να αναδυθεί.
Αγαπημένη Αλκυόνη, σα και σένα θέλω να ανεβαίνω ολοένα και πιο ψηλά, να αγναντεύω τον ορίζοντα και τα χρώματα που παίρνουν τα ολόλευκα φτερά μου όταν τα χτυπά ο ήλιος! Είναι μερικές φορές σα να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη σου!
Θέλω ανένταχτα να περνάνε οι στιγμές της ζωής μου. Δε μ’ αρέσει να προβλέπω, γιατί απλά δε νομίζω ότι χρειάζεται να το κάνω!
Και όταν μόνη ταξιδεύω, νύχτα κατάμαυρη, σκοτεινή, ολομόναχη, πάνω από θάλασσες γαλήνιες και μυστήριες μαζί, σκέφτομαι το πέταγμα ….
Το πέταγμά σου Αλκυόνη, το πέταγμά μου, δρόμος μοναχικός, μα θα δω και θα μάθω πολλά, το ξέρω. Επιλέγω τη μοναξιά μου και το κρώξιμό σου που σκίζει τις νύχτες της απόλυτης σιωπής! Αγαπημένος ήχος η κραυγή σου, η κραυγή της ψυχής μου. Συντροφιά μου, τις μοναχικές στιγμές. Θαλασσινά τα όνειρά μου, έρχονται να σε συναντήσουν!
Αλκυόνη, νιώθω πουλί και εγώ κάποιες στιγμές, αερικό, μια έτσι, μια αλλιώς …..
Οι στιγμές μου και αυτές χάνονται, καταστάσεις, γεγονότα, έρχονται, ολοκληρώνονται, φεύγουν. Όλα περνάνε, παίρνουν και αφήνουν κάτι πάνω μας, στις ζωές μας, μας αλλάζουν!
Καλό πέταγμα Αλκυόνη, τα φτερά σου είναι πολύ δυνατά, κλουβί δε σου ταιριάζει! Ναι, σου μοιάζω! Σου μοιάζουμε!!»

ΚΥΚΛΟΙ ΖΩΗΣ

Τον περασμένο Νοέμβριο μετά από μια απλή κίνηση αυτοσχεδιασμού έγραψα το πρώτο άρθρο, άνοιξα έναν μικρό κύκλο ζωής χωρίς προθέσεις, χωρίς να γνωρίζω την τύχη του και την εξέλιξή του. Εκείνο το πρώτο άρθρο τέλειωνε κάπως έτσι … «φορέστε ένα ζεστό πουλοβεράκι πάνω από τις πυτζάμες σας, βγείτε στο μπαλκονάκι σας, πιείτε το καφεδάκι σας και απολαύστε το μαγικό σούρουπο που θυμίζει ακόμα Φθινόπωρο!»
Το μαγικό σούρουπο είναι κάποιες μέρες που θυμίζει τώρα πια Άνοιξη! Και πίνοντας το καφεδάκι μου στο μπαλκόνι αναρωτιέμαι πόσους κύκλους ζωής ανοίγουμε καθημερινά και πόσους άλλους κλείνουμε. Σκέφτομαι πόσο μαγική φαντάζει αυτή η διαδικασία όταν συνειδητοποιήσεις ότι δεν υπάρχει μόνο ένας κύκλος ζωής, αυτός της δική μας ζωής, αλλά πόσοι ατέλειωτοι κύκλοι, ομόκεντροι και παράλληλοι, κύκλοι που στροβιλίζονται και αναπαύονται νωχελικά. Κύκλοι ζωής που πετάγονται από το πουθενά και κυλάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κύκλοι ζωής που γίνονται περιδέραια στο λαιμό μας!

Κάθε σκέψη που υλοποιείται, κάθε σχέδιο που πραγματοποιείται, κάθε δουλειά που ξεκινάει, κάθε σχέση που δημιουργείται σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου ζωής, μιας διαδικασίας επιλογής που κάναμε, μιας διαδρομής που εμείς επιλέξαμε να ακολουθήσουμε. Όλα αυτά μπορεί να πορεύονται στο χρόνο συνεχιζόμενα και επαναλαμβανόμενα, μπορεί όμως κάπου στο μέσον λίγο πριν ή λίγο μετά κάτι να αισθανθούμε, κάτι να μας οδηγήσει να ξανασκεφτούμε, να αναθεωρήσουμε, να μετρήσουμε πόσο από αυτό που κάνουμε είμαστε εμείς! Τότε οι περισσότεροι δίνουμε μια σπρωξιά ακόμα στον περιστρεφόμενο κύκλο ζωής που στάθηκε μπροστά μας και παρασυρόμαστε σε μια τροχιά – καταφύγιο από τα πραγματικά μας συναισθήματα. Στροβιλιζόμαστε μαζί του ακολουθώντας αυτό που ξέρουμε καλύτερα να κάνουμε, το ευκολότερο, να ακολουθούμε!

Κι όμως ο κύκλος ζωής είναι επιλέξιμος, εμείς τον ξεκινάμε, οπότε είναι και αναθεωρήσιμος, τροποποιήσιμος και ευμετάβλητος και αυτό συνεχίζει να είναι επιλέξιμη κίνηση! Οι κύκλοι ζωής δημιουργούνται τόσο με την επιλογή της έναρξης τους όσο και με την επιλογή του τέλους, να συνυπάρχουν. Τίποτα δεν είναι καταδικασμένο να συνεχίζετε αν εμείς δεν επιλέξουμε τη συνέχειά του. Είναι εκεί που μετράμε τις δυνάμεις μας, τις αντοχές και τις δυνατότητες μας. Είναι εκεί που αναθεωρούμε τα πιστεύω μας και το αίσθημα ευτυχίας στην καρδιά μας! Γιατί εκεί παίζονται όλα!

Όταν το αίσθημα ευτυχίας, πληρότητας και χαράς αρχίζει να φθίνει, ο κύκλος ζωής χάνει το ρυθμό του, αποσυντονίζεται, αργοπορεί και παρακωλύει την κυκλοφορία! Τότε είναι που απεγνωσμένα μερικές φορές αυξάνουμε τεχνητά την ταχύτητά του, το στροβίλισμα, την περιστροφή. Μα αν αυτή η προώθηση δε ξεκινά από την πηγή, από την εσωτερική κινητήρια δύναμη του καθενός τότε, οτιδήποτε εξωτερικό και τεχνητό, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παρατείνει το χρόνο ίδιων ανούσιων συναισθημάτων. Να παρατείνει αυτό που δεν αξίζει σε κανέναν. Να μη ζει ευτυχισμένος!

Δεν είναι το θέμα στο «Ζω δυστυχισμένος». Αυτό είναι τόσο δύσκολο να συμβεί όσο και αν το έχουμε κάνει τόσο εύκολο να υπάρχει λεκτικά! Αλλά η ουσία είναι στο «Δε ζω ευτυχισμένος»! Είναι κάτι που τόσο εύκολα μπορεί να εισχωρήσει στη ζωή μας, που δε το παίρνουμε χαμπάρι, μυρωδιά! Είναι κάτι που αποφεύγουμε υποσυνείδητα τόσο έντονα να σκεφτούμε απασχολώντας τη σκέψη μας με χίλια δύο άλλα πράγματα, αρκεί να βρισκόμαστε μακριά από την απλή συνειδητοποίηση του «Αυτή τη στιγμή δε ζω ευτυχισμένος» Και τότε; Τότε αν πραγματικά το αφήσουμε αυτό να μπει μέσα μας και να το πιστέψουμε ότι είναι ολόδικό μας συναίσθημα, τότε πάμε εκεί που οι κύκλοι ζωής μας περιστρέφονται ομόκεντρα με τη δική μας ζωή. Είναι εκεί που αποφασίζουμε πια σα δημιουργοί να επιλέξουμε και να διορθώσουμε αυτό που χαλάει την αρμονία. Ποιοι κύκλοι πρέπει να κλείσουν και ποιοι να μεταβληθούν, ποιοι κύκλοι ζωής πρέπει να αλλάξουν τροχιά και ποιοι ταχύτητα.

Είμαστε δημιουργοί και είμαστε αυτοί που επιλέγουμε στη ζωή μας! Είμαστε αυτοί που αποφασίζουμε πως θα πορευτούμε έτσι ώστε μέσα μας να μπορούμε να φωνάξουμε «Είμαι ευτυχισμένος όσο περισσότερο εγώ μπορώ». Κάνουμε τις επιλογές που μας κάνουν χαρούμενους, δίνουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να προσπαθήσει, να πειραματιστεί, να δοκιμάσει, γνωρίζοντας πως ανοίγουμε κύκλους ζωής που μετά από λίγο μπορεί να αποφασίσουμε να κλείσουμε! Δεν είναι ντροπή, δεν είναι έκθεση σε μάτια τρίτων, δεν είναι αποτυχία, ούτε και δειλία! Είναι επιλογή! Είναι δημιουργία και είναι απόφαση να εκφράζουμε τον εαυτό μας έτσι όπως εμείς νιώθουμε, ακόμα και αν τα δεδομένα γύρω μας είναι απογοητευτικά. Να δοκιμάζουμε τον εαυτό μας εκεί που θέλουμε και να αποδεχόμαστε ή να απορρίπτουμε καταστάσεις που μας πάνε ή όχι. Είμαστε δημιουργοί της ζωής μας και το μεγαλύτερο χάρισμα που δόθηκε σε όλους μας είναι η δύναμη της επιλογής και της δημιουργίας!

Ας μην αφεθούμε λοιπόν στην τροχιά μια ανούσιας και περιστροφικής κίνησης γύρω από τον κεντρικό κύκλο της δικής μας ζωής αλλά ας επιλέξουμε και ας δημιουργήσουμε κύκλους ζωής που θα ανοίγουμε και θα κλείνουμε ανάλογα με τη διάθεσή μας, το κέφι μας, την τάση αναζήτησης μας και την προτροπή της περιέργειάς μας!

Ας νιώσουμε αυτό που μας χαρίστηκε! Να είμαστε δημιουργοί της ίδιας της ζωής μας!

ΓΥΝΑΙΚΑ

Επιλέγω να μιλήσω για τη γυναίκα από μια άλλη σκοπιά. Μια άλλη ματιά. Επιλέγω να δω τη γυναίκα έτσι όπως εμφανώς είναι σήμερα, αλλά και έτσι όπως πάντα ήταν, ακόμα και αν το γνώριζε μόνο η ίδια. Επιλέγω σήμερα να σηκώσω τα μάτια απέναντι σε κάθε γυναίκα και να της χαρίσω το πιο λαμπρό χαμόγελο που της αξίζει. Επιλέγω να την διαβεβαιώσω ότι όλες μας νιώθουμε περήφανες που είμαστε γυναίκες γιατί όλες, πάνω από όλα, λατρεύουμε τη γυναικεία μας φύση. Αυτό το περίπλοκο και μυστηριακό δημιούργημα που κρύβουμε κάτω από λίγες σταγόνες σαγηνευτικό άρωμα και μια κρυφή σκέψη, πως πάντα και κάθε στιγμή είμαστε απλά … μοναδικές!

«Γυναίκα», ανοίγω το γλωσσικό βιβλίο του Βασίλη Κυριακίδη, Καθηγητή και Συγγραφέα, και κρατώ ως οδηγό το λήμμα «Γυναίκα». Ένας μεγάλος κατάλογος από επίθετα το χαρακτηρίζουν. Επιλέγω τα πιο αντιπροσωπευτικά και δίνω τη δική μου ερμηνεία, επεκτείνω την έννοιά τους και την προσαρμόζω σε αυτό που είναι η γυναίκα πίσω από τις λέξεις, πίσω από τα επίθετα και τους προσδιορισμούς.

ΓΥΝΑΙΚΑ :

ΑΓΕΡΩΧΗ : Γιατί ποτέ ο χρόνος δε λειτούργησε αρνητικά στην ψυχική της δύναμη.

ΑΔΙΣΤΑΚΤΗ : Γιατί το «εγώ» της είναι αυτό που κρατά ψηλά του στόχους της μέχρι την πραγμάτωσή τους.

ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΗ : Γιατί μέσα της υπάρχει πάντα μια αστείρευτη πηγή ερωτισμού αρκεί να την προκαλέσουν να τον εκδηλώσει.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ : Γιατί μόνο έτσι μπορεί να χαμογελά πραγματικά μέσα της.

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗ : Γιατί το να δημιουργείς ποτέ δεν αποτέλεσε συμβιβασμό.

ΑΤΙΘΑΣΗ : Γιατί πάντα μέσα της υπάρχει και ενεργεί το ατίθασο κοριτσάκι των παιδικών χρόνων, εκείνο με τα γρατσουνισμένα γόνατα και τη γροθιά σφιγμένη κάτω από τα ψεύτικα μπιχλιμπίδια.

ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ : Γιατί η γυναίκα δεν έχει ανάγκη από φτιασίδια. Η γυναικεία φύση της και μόνο αρκεί.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ : Γιατί ξέρει ότι η δύναμη της ψυχής είναι ένα μοναδικό, δικό της προνόμιο που δε θέλει εξάσκηση για να το αποκτήσει.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ : Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να είναι και να λειτουργεί ως γ υ ν α ι κ ά.

ΕΞΥΠΝΗ : Γιατί το να είσαι έξυπνος είναι ευστροφία.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΑ : Γιατί ξέρει να επιλέγει τη ζωή της όσο αργά και αν είναι, σε ότι περιορισμούς και αν υπόκειται, ότι εμπόδια και αν την κάνουν να αργοπορεί.

ΕΠΙΘΥΜΗΤΗ : Γιατί απλά το να τη θέλουν είναι ικανοποίηση και πρόκληση να συνεχίσει να ζει ευτυχισμένη.

ΕΥΑΛΩΤΗ : Γιατί αυτό που θέλει η καρδιά το αναζητά απεγνωσμένα όταν της το στερούν.

ΕΥΣΥΓΚΙΝΗΤΗ : Γιατί η ευαισθησία πρέπει να εκφράζεται για να μαλακώνει τα αισθήματα, την καρδιά, την έκφραση του προσώπου.

ΖΩΝΤΑΝΗ : Γιατί η εσωτερική της ενέργεια είναι η μόνη που γυρνά τον κύκλο της ζωής της, αυτόν που την ενώνει με τη χαρά και την εσωτερική ικανοποίηση.

ΘΑΡΡΑΛΕΑ : Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να επιβιώσει κανείς όταν του λένε ότι είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας νέας ζωής.

ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΗ : Γιατί μόνο έτσι μπορεί να διδάξει στον κόσμο της πως να ζει πραγματικά.

ΜΟΙΡΑΙΑ : Γιατί μέσα της πάντα υπάρχουν μύθοι και ιστορίες που πρωταγωνιστεί και την τοποθετούν στο κέντρο της προσοχής του κόσμου, της παρέας, του συντρόφου της.

ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ : Γιατί ποτέ κανείς δε μπόρεσε να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της.

ΟΜΟΡΦΗ : « Γιατί απλά δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, παρά μόνο τεμπέλες», Estee Lauder

ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ : Γιατί ποτέ δεν αφήνεται να αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά και σε κανέναν.

ΤΟΛΜΗΡΗ : Γιατί μόνο έτσι μπορεί μια μέρα να πει ότι έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να ζει ευτυχισμένη.

ΦΛΥΑΡΗ : Γιατί απλά το να μιλάς είναι θεραπεία, είναι παρηγοριά, είναι εμπειρίες ζωής και ανταλλαγή βιωμάτων. Γιατί είναι και αυτός ένας τρόπος να εξελιχθείς, να προβληματιστείς και να αλλάξεις.

ΓΥΝΑΙΚΑ….

ΜΟΝΑΔΙΚΗ : Γιατί έτσι απλά και μόνο θα μπορούσε να είναι!

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Σήμερα …θα μοιραστώ το πρωινό μου ξύπνημα, μαζί σας.

Μόνη ξύπνησα το πρωί. Σπάνιο φαινόμενο. Όλοι είχαν φύγει για τον προορισμό τους. Ησυχία. Οκτώ δεν είχε πάει ακόμα. Είναι από εκείνα τα πρωινά που απορείς! Ενώ έχεις όλο το χρόνο να κοιμηθείς όσο θέλεις, ξυπνάς από τα χαράματα. Γιατί άραγε; Ξαναχώθηκα μέσα στα σκεπάσματά μου και κουκουλώθηκα μέχρι το λαιμό. Έμεινε το κεφάλι μου μόνο απ’ έξω να παρατηρεί το δωμάτιο και τις σκιές που δημιουργούσε το πρώτο φως, που περνούσε από τις γρίλιες. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να αφουγκραστώ τον έξω κόσμο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν συνεχόμενα, ανάμεσά τους ξεχωρίζω μηχανές να μαρσάρουν, το σκουπιδιάρικο να ταλαντεύει τους κάδους, με τον ήχο του σίδερου που τραντάζεται, φωνές από παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο και το βουητό από το λέβητα που έκαιγε στο φουλ.

Δεν ήξερα πως ήθελα να αρχίσει η μέρα μου. Είχα όλες τις επιλογές μπροστά μου και αναρωτιόμουν, «Ποια από όλες;» Η πρώτη μου σκέψη, Φως. Η δεύτερη, Μουσική. Πέταξα τα σκεπάσματα και άνοιξα το πλαϊνό παράθυρο με την τραβηγμένη στην άκρη κουρτίνα. Άνοιξα το cd και περίμενα να ακούσω. Δε θυμάμαι πότε άλλαξα τελευταία φορά δισκάκι. Σπάνια μπορώ να ακούσω μουσική στο σπίτι.

«Είμαι αέρας που περνά μέσα στης πόλης τα στενά και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν, γιατί είμαι αύρα εσπερινή, πνοή καθάρια ζωντανή, που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν»

Αγαπημένο, υπέροχο κομμάτι. Τρέχω να μπω κάτω από τη κουβέρτα και να το απολαύσω. Να θυμηθώ να ρωτήσω τη φιλενάδα μου για τον τραγουδιστή, τον ξεχνώ συνεχώς. Ξαπλώνω και κλείνω τα μάτια. Εικόνες σκόρπιες μαζί με σκέψεις ξεχύνονται στο μυαλό μου, μαζί και νότες και στίχοι. «θα δω τον ήλιο στρογγυλό, μια καλημέρα θα σου πω, μετά θα φύγω θα χαθώ». Αυτό το τραγούδι αφήνει διάσπαρτη μια αίσθηση ελευθερίας, μια δύναμη να ζήσεις τη ζωή χωρίς να περιμένεις και χωρίς να σε περιμένουν. «Μετά θα φύγω, θα χαθώ και ίσως με ξαναδείς μονάχα στο όνειρό σου»

«Φεύγω ψηλά για το βουνό κι ύστερα πέφτω στο γκρεμό και ταλαντεύομαι στα βάθη και στα ύψη και κουβαλάω μες τη σιγή μιαν ανυπότακτη κραυγή και κάποια ανείπωτη ελπίδα που’ χεις κρύψει»

Φεύγω, ταξιδεύω και εγώ και μετά …σιωπή. Τελείωσε το τραγούδι; Το cd κόλλησε. Να πάρει! Χώνω το κεφάλι κάτω από την κουβέρτα και προσπαθώ να πάρω την απόφαση να σηκωθώ. Οριστικά. Σέρνω την πλάτη μου στο κεφαλάρι του κρεβατιού και κάθομαι στηριγμένη πίσω. Κοιτώ έξω. Από το παράθυρό μου φαίνεται περισσότερο ουρανός. Μπροστά τα καλώδια της ΔΕΗ, μερικές φορές νομίζω πως δεν υπάρχουν. Επικεντρώνω την προσοχή μου στο άπειρο και όλα τα κοντινά θαρρείς σβήνονται, απομακρύνονται, κάνουν στην άκρη.

Ο καιρός μουντός αλλά στη θέα μου ο ουρανός είναι γαλάζιος, με σκόρπια σύννεφα, λευκά. Αλλάζουν σχηματισμούς, ταχύτητα. Τώρα μου μοιάζουν σα δελφίνι. Να, άλλαξαν πάλι! Χμμμμ σαν καραβίδα, όχι …. τώρα μοιάζουν τσαλακωμένο χαρτί. Τσαλακωμένες και οι σκέψεις στο μυαλό μου. Βαριέμαι να σηκωθώ. Ουφ! Το παραδέχτηκα. Νιώθω όμως και ένοχη. Τι θα κάνω; Γλιστράω πάλι κάτω από την κουβέρτα.

Απόφαση! Πάμε στην κουζίνα για καφέ και βλέπουμε. Φτιάχνω βαριεστημένα έναν ζεστό, γλυκό, με πολύ γάλα, και αποφασίζω να βγω στο μπαλκόνι. Πυτζάμες και από πάνω μπουφάν και κασκόλ. Δε με πιστεύω! Κάθομαι στη φαρδιά μπαμπού πολυθρόνα. Δεν έχει πολύ κρύο. Μαζεύω τα γόνατα κοντά μου και κουλουριάζομαι. Ωραία είναι. Χαζεύω μακριά. Οι αυλές υγρές γυαλίζουν στις ακτίνες του ήλιου, που ξεκλέβουν μια δίοδο ανάμεσα στα σύννεφα. Οι ταράτσες έχουν κρατήσει νερό σε πολλά μέρη. Μικρές στρογγυλές λακκούβες, γίνονται καθρέφτης για τα πετούμενα. Τα καναρίνια από μέσα διαμαρτύρονται.

Μπαίνω βιαστικά και τα βγάζω έξω. Άντε…. Πάρτε και εσείς τον αέρα σας! Αρχίζουν να τιτιβίζουν διστακτικά. Έχει πάει σχεδόν εννέα. Τι θα κάνω τελικά; Κουλουριάζομαι πάλι στην πολυθρόνα και πίνω μερικές γουλιές από τον καφέ. Από κάτω περνάει μια κοριτσοπαρέα. Τρία κορίτσια που πάνε η μια δίπλα στην άλλη και σκύβουν κάθε τόσο να ψιθυρίσουν κάτι και να γελάσουν. Η αίσθηση της γυναικοπαρέας, του σχολιασμού της ζωής, διασκορπίζεται στον αέρα, με χιούμορ, με ευαισθησία, με γλυκύτητα. Κομμάτια της καθεμιάς ενώνονται, συνταιριάζουν και παραδίνονται …. ανταλλάσσονται και εγκαταλείπονται στο πουθενά, αρκεί που ελευθερώθηκαν και απλώθηκαν ανάμεσα τους ….. Υπάρχουν ακόμα, μα τώρα πια μοιράζονται και αλλάζουν όψη.

Νιώθω τόσο γεμάτη με όλα αυτά. Είναι θαρρείς και αφέθηκα, παράτησα το σώμα μου σε εκείνη τη μπαμπού πολυθρόνα και άρχισα να αιωρούμαι ανάμεσα στο πρωινό που ξυπνάει στους δρόμους της πόλης, της γειτονιάς, του μπαλκονιού μου. Μια αίσθηση ελευθερίας άφησα να με κυριέψει και να με ξεναγήσει στα άδυτα των αισθήσεων. Όχι των περίπλοκων και μυστηριακών, αλλά εκείνων των απλών και ξεκάθαρων. Μια ματιά λαμπερή γαλαζοπράσινη και φωτεινή μέσα στον κόσμο που ανασαίνει δίπλα μας. Μέσα στις εικόνες που γεννιούνται και ξαναδημιουργούνται από την προσοχή που τους δώσαμε.

Ανοίγω τα μάτια ξαφνικά και βρίσκομαι με τα γόνατα στο σαγόνι και τις παλάμες γύρω από την ζεστή κούπα με τον καφέ. Λατρεύω αυτό το πρωινό. Λατρεύω την αναποφασιστικότητα μου. Απολαμβάνω τον άλλοτε ενοχλητικό θόρυβο των αυτοκινήτων, που διασπά τις σκέψεις μου, τώρα να τις μουδιάζει. Καιρός ήταν!. Απλώνω τη ματιά μου στον ορίζοντα που ξεκαθάρισε από τα σύννεφα και άφησε πίσω του μια μπλε λωρίδα με άσπρα στίγματα. Φέρνω κοντά στο πρόσωπο τον καφέ και ακουμπάω το ζεστό φλιτζάνι στο μάγουλό μου. Ίσως αυτή η μέρα να ήρθε μόνο για να νιώσω, να γευτώ, να απολαύσω τον κόσμο πίσω από τις σκέψεις, πίσω από το καθημερινό πρόγραμμα, πίσω από την αγωνία της απόφασης της επόμενης κίνησής μου.
Πόση ομορφιά αλήθεια κρύβουν οι απλές, καθημερινές στιγμές συνοδευμένες από ήχους, εικόνες, μυρωδιές που αφηνόμαστε να χάνουμε στην ξέφρενη καθημερινότητά μας ;

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Πολλές φορές μέσα από αυτά που γράφουμε και αποτυπώνουμε στο χαρτί, λέξεις, προτάσεις, συναισθήματα, βγάζουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας βαθιά εσωτερικό. Αυτό που κρύβει έναν κόσμο ολόκληρο, σε πολλά σημεία διαφορετικό από ότι δείχνει και πολλές φορές θέλει να δείχνει. Αποκαλύπτονται πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα με την εισροή καταστάσεων που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε, να προβληματιζόμαστε και ίσως να ταραζόμαστε πολλές φορές. Απέναντι τους όμως έχουμε αναπτύξει μια άμυνα και μια εγωιστική επιθετικότητα. Τα καμουφλάρουμε, χωρίς ενοχές πια, τα αντιμετωπίζουμε επιπόλαια και τα αναγκάζουμε να λουφάζουν μέσα μας. Επιβάλουμε στη σκέψη και την καρδιά μας να τα ξεχνά! Η πραγματική ουσία σε όλο αυτό είναι η αποκάλυψη του ίδιου του εαυτού μας! Ίσως να μη μπορούσε κάποιος άλλος να μας δει με κανέναν άλλο τρόπο έτσι όπως μπορεί ίσως να μας διακρίνει στα κλεφτά μέσα από τα κείμενα μας! Είναι εκεί που αποκαλύπτονται ανάμεσα από τις λέξεις πολύ περισσότερα από αυτά που άμεσα εκφράζουμε. Μοιάζει σαν αυτό που κάποιοι άλλοι το προβάλουν στη ζωγραφική ή στη μουσική τους. Αποκαλύπτεται η ψυχή, ο θυμός και ο έρωτας, το πάθος, η απογοήτευση, η ελευθερία, η πίκρα, το μίσος, ο αυθορμητισμός, η ζωντάνια και η τρελή αγάπη που θέλει κάποιος απεγνωσμένα να νιώσει για τους ανθρώπους αλλά κυρίως για τον εαυτό του και την ίδια τη ζωή.

Μια από τις τυχαίες συναντήσεις που είχα, πριν αρκετό καιρό, μου αποκάλυψε πίσω από ένα θλιμμένο, δυνατό βλέμμα και μια απλή έκφραση γεμάτη συναίσθημα, πως η ζωή, είναι στιγμές που νιώθουμε, πως στάθηκε άδικη απέναντί μας! Ένα τραγούδι του Γιάννη Κότσιρα μέσα από τους στίχους του Κώστα Φασουλά λέει « ….. στη θάλασσα του χρόνου, την άγκυρα του πόνου, βαθιά μου πέταξε». Πήγα στο σπίτι και αφέθηκα στους δικούς μου συνειρμούς, στις δικές μου σκέψεις για τις δύσκολες στιγμές που μπορεί να περάσει κάποιος στη ζωή του. Στιγμές που δε κρίνονται συγκριτικά, αλλά μόνο βάση των δικών μας συναισθημάτων, γιατί μόνο έτσι έχουν νόημα για μας τους ίδιους. Και οι δύσκολες στιγμές, οι δύσκολες σκέψεις, ο πόνος, είναι κάτι τόσο προσωπικό, ταξιδεύει τόσο βαθιά μέσα μας, που κάθε σύγκριση με τον πόνο κάποιου άλλου, με θεωρίες και ξένες ιστορίες θα φάνταζε ανούσια.

Στη ζωούλα που μας δόθηκε, που μας χαρίστηκε, με όλα τα όμορφα και δύσκολα που τη συνοδεύουν υπάρχουν κάποιες στιγμές που έχουμε ζήσει και έχουν στιγματίσει το νου, την καρδιά, το βάθος της ψυχής μας! Στιγμές που δεν αρκέστηκαν σε λίγα δάκρυα και μια κακοκεφιά ημερών. Στιγμές που αποτυπώθηκαν έντονα για τα βαθιά, μαύρα και αποπνικτικά συναισθήματα που άφησαν πίσω τους. Γεγονότα σημαντικά, ίσως όμως και αλλοπρόσαλλα, πολύ μεγάλα ή πολύ μικρά, που για κάποιους άλλους θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ασήμαντα!

Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν άσχημα γεγονότα, δύσκολες καταστάσεις και που όμως τα άφησαν πίσω τους, κοίταξαν μπροστά και προχώρησαν, δε σημαδεύτηκαν. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ευαισθησία ή την αναισθησία. Δεν έχει να κάνει με τη σημαντικότητα των γεγονότων αυτών, που πιθανόν εύκολα θα συμπέρανε κανείς πως βαθιά μέσα μας δε μας άγγιξαν. Περισσότερο έχει να κάνει με το πόσο αφήνουμε τέτοιες στιγμές να εισχωρήσουν στα τρίσβαθα του εαυτού μας, μειώνοντας την άμυνα μας! Άνθρωποι με μια ανυποχώρητη θλίψη να τους κυριεύει στην επαναφορά μέσα τους άσχημων συναισθημάτων και εικόνων, είναι οδυνηρό και πραγματικά άδικο να συνεχίζουν να τα διαφυλάττουν στη μνήμη και στην ψυχή τους παράλληλα!

Είναι οι δύσκολες στιγμές που έρχονται στη ζωή όλων των ανθρώπων, μας επισκέπτονται, μας δίνουν νέες εμπειρίες, νέο υλικό για αναδιοργάνωση, σκέψη, ανασύνταξη δυνάμεων. Ολοκληρώνουν το ταξίδι τους στο χρόνο για να φθάσει η στιγμή να αποσυντεθούν και να δημιουργήσουν παράλληλα ελεύθερο χώρο στη μνήμη και την ψυχή μας, όπου θα τις αντικαταστήσει η χαρά.

Αυτή η αποδέσμευση, η ελευθέρωσή τους, η ολοκλήρωση του ταξιδιού τους είναι αυτό που πρέπει να γίνει από μας τους ίδιους που τις βιώσαμε. Είναι κάτι που ο καθένας μας οφείλει να κάνει όχι μόνο για τον εαυτό του, αν θέλει να δημιουργήσει ελεύθερο χώρο για τις ευτυχισμένες στιγμές τις ζωής του, αλλά και για τις ίδιες αυτές στιγμές που δεν είναι ο προορισμός τους να κατοικούν στο μυαλό και την ψυχή μας! Ήρθαν, μας επισκέφτηκαν, και πρέπει να φύγουν ελεύθερες για να ελευθερωθούμε και εμείς.

Κάθε σκέψη δυσάρεστη, που μας ακολουθεί και μας στιγματίζει, μας στερεί μια άλλη χαρούμενη στιγμή που βρίσκει την πόρτα κλειστή. Είναι περισσότερο απλό από όσο νομίζουμε. Ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο για να αποκτήσουμε και να δώσουμε χαρά. Να εκμεταλλευτούμε αυτά που υπάρχουν μέσα μας, να δημιουργήσουμε και να προσφέρουμε χαρά στον εαυτό μας και στους άλλους. Να δοθούμε στον κόσμο αυτό σα μια πηγή ευτυχίας, δύναμης, χαμόγελου, αναζωογόνησης, ζωής!

Δε πρέπει να κλείνουμε τα μάτια και να καταφεύγουμε, στην επιλογή μας και μόνο, να πέφτουμε στη θλίψη. Είναι η εύκολη λύση. Είναι εύκολη λύση να κλείνουμε πόρτες στη ζωή, να κλείνουμε τα μάτια, να βυθιζόμαστε. Με μια σπρωξιά, με μια κλωτσιά, με μια απλή κίνηση απώθησης του χεριού, η πόρτα απλά μας κλείνει τον ορίζοντα, μας αφήνει μόνους . Για να ανοίξουμε πάλι όμως τις κλειστές πόρτες είναι δυσκολότερο, και είναι τόσο άδικο τελικά να κλείνουμε τις πόρτες που μέσα μας γεννήθηκαν ανοιχτές!

Αν κλείσεις μια πόρτα πρέπει να ανακαλύψεις πάλι από την αρχή το κλειδί και το πόμολο, να εξασκηθείς στην περιστροφή και στο άνοιγμα!
Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να διαλέξει τον εύκολο, έξω από σένα, δρόμο. Διάλεξε αυτόν που έχεις μέσα σου, όσο δύσκολος και αν σου φαίνεται τώρα, η πόρτα όμως είναι ανοιχτή και το φως άπλετο, μη κάνεις ότι δε το βλέπεις. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά παραδέξου ότι σου αναλογεί περισσότερη χαρά από θλίψη. Πάντα μπορείς!

Η θέληση είναι το κλειδί που το γυρνάς όποτε θες στην κλειδαριά της ψυχής σου! Και εκεί μέσα οι πόρτες είναι πάντα ανοιχτές! Γεννήθηκαν ανοιχτές, μαζί σου!

ΜΑΜΑ

Θα ήθελα να δώσω μια άλλη έκταση σε αυτό που ηχεί σήμερα ως «μαμά», «μητέρα», «μάνα». Αφουγκραζόμενη τους ήχους ενός κόσμου και μιας κοινωνίας σε ένα στάδιο δραματικών εξελίξεων όσων αφορά τη δομή, τις αξίες, τις επιθυμίες της οικογένειας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, όπου εντάσσεται, διακρίνω μια απομάκρυνση του περιτυλίγματος, ακόμα και σε αυτή τη σημαντική έννοια, που συνοδεύει τη ζωή μας από την αρχή έως και το τέλος της. Η «μητέρα» που γιορτάζουμε την πρώτη Κυριακή του Μάη, σήμερα μοιάζει περισσότερο με «μαμά». Με τη γυναίκα που δεν απαιτεί την αυστηρότητα, τον απόλυτο σεβασμό και την τυπικότητα τόσο στη σχέση της με τα παιδιά της όσο και στην ίδια της την προσφώνηση. Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή είναι η γιορτή για την ίδια τη γυναίκα - μαμά και λιγότερο γι’ αυτούς που τη γιορτάζουν. Η τιμή, η εξύψωση, η πλοκή εγκωμίων και χαρισμάτων έρχονται να δώσουν μέρος της κυρίαρχης θέσης τους στην προσωπική επιθυμία της μάνας να αποτελέσει την ώθηση, τη βάση, την απόλυτη ταύτιση της ελεύθερης σκέψης για τα παιδιά της. Συνειδητοποιεί, ίσως αργά αλλά σταθερά, ότι η κοινωνία έχει εγκαταλειφθεί σε ένα χορό χειραγώγησης και φραγμών και η μόνη που μπορεί να ξεμπλοκάρει ένα τέτοιο σύστημα είναι η ίδια. Ξεκινώντας από την προσπάθεια δημιουργίας ανθρώπων που θα καταφέρουν να σπάσουν τα κατεστημένα όρια.

Ίσως να ακούγεται ανατρεπτικό αλλά μια χλιαρή, απλά χαρούμενη, σαφώς και εμπορική, τυπική γιορτή δε μπορεί πια να καλύψει αυτό που γεννιέται και θεριεύει μέσα στην ψυχή κάθε νέας γυναίκας που επιλέγει να γίνει μάνα! Η πρώτη ανατροπή στην έννοια «μάνα» είναι η επιλογή. Η γυναίκα με τη θέληση και την προσωπική της βούληση επιλέγει πια να παίξει το σημαντικό αυτό ρόλο που της ανάθεσε η φύση. Κάνοντας αυτή τη μέγιστη πρώτη επιλογή αρχίζει να συνειδητοποιεί τη θέση της στη ζωή του παιδιού της. Αρχίζει να παίρνει στα χέρια της το ρόλο που της άρπαξαν οι περισσότεροι θεσμοί αφήνοντάς την να παίζει ρόλο υποστηρικτικό, συνοδευτικό και στην καλύτερη περίπτωση συμβουλευτικό. Σήμερα η μάνα αντιλαμβάνεται τη ζωή σα δώρο που πρέπει να χαριστεί όσο πιο απαλλαγμένο γίνεται από όρια, τυπικά, πρέπει, ξεπερασμένους ηθικούς νόμους και κοινωνικά κλισέ. Παίρνει δυναμικά στα χέρια της την ψυχή του παιδιού της, τη σκέψη του, την αποφασιστικότητα, τη δημιουργικότητα, τη χαρά του να ονειρεύεται, να ταξιδεύει, να απομονώνεται, να αντιδρά και να καθησυχάζει, να συμπεριφέρεται έτσι όπως εκείνο επιλέγει από τα πρώτα χρόνια της ζωής του χωρίς να πρέπει να είναι ένα μέρος της κατηγοριοποίησης της συμπεριφοράς, της κίνησης, του λόγου, ακόμα και αυτών των συναισθημάτων.

Η «μαμά» του σήμερα θέλει να το βροντοφωνάξει ότι είναι μαμά και έτσι θέλει να λέγεται ακόμα και ανάμεσα στις πιο σοβαρές ομιλίες που αφιερώνονται σε εκείνη. Θέλει να αρπάξει ανάμεσα από τα σοβαροφανή, τυπικά και άχαρα λόγια το ρόλο της γυναίκας που αγαπά, που επιθυμεί, που ονειρεύεται, που αγκαλιάζει, που χαϊδεύει, που συμβουλεύει, που παρηγορεί το παιδί της, επειδή το θέλει η ίδια, επειδή η ίδια το νιώθει μέσα της σαν προέκταση των δικών της συναισθημάτων προς στο παιδί και όχι γιατί πρέπει να τα πραγματώνει επειδή τα έχει ανάγκη το ίδιο το παιδί με σκοπό τη συναισθηματική του κάλυψη και την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας. Σήμερα η μάνα συνειδητοποιεί ότι ο ρόλος και η προσφορά της περνάνε πρώτα μέσα από την ίδια για να μπορέσουν να έχουν θετικές συνέπειες στο παιδί της. Σήμερα η μαμά παύει να ζει για το παιδί της αλλά μαζί με το παιδί της. Επιλέγει να πορεύεται πλάι του, πιασμένοι χέρι – χέρι, όχι επειδή κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι διεκδικεί το ρόλο του φίλου, αλλά γιατί θέλει να κοιτά το παιδί της στα μάτια, θέλει τη χαρά, τον πόνο, την αμφιβολία, την αγωνία, το γέλιο, τη γαλήνη, την τρυφερότητα να τα μοιραστεί μαζί του και όχι να του τα προσφέρει σαν κάτι που φεύγει από εκείνη και δίνεται στο παιδί. Αλλά σα κάτι που είναι δικό της και το μοιράζεται μαζί του και βιώνουν ταυτόχρονα, την χαρά των ανθρώπινων σχέσεων, της επικοινωνίας, της ανταλλαγής συναισθημάτων.

Πρέπει να πάψουμε πια να βλέπουμε τη μάνα σαν ένα πλάσμα που προσφέρει, ακόμα και την ίδια της τη ζωή, χωρίς ουσιαστικά να τονίζουμε το ρόλο της θέλησης, της απόφασης, της επιλογής της, και εν τέλει της ίδιας συμμετοχής της με όλο της το είναι, την ψυχή, το μυαλό και το κορμί της. Είναι υποβαθμιστικό πια να απεικονίζεται στην πορεία εξέλιξης του κάθε παιδιού, αλλά κυρίως του κοριτσιού, το πρότυπο της μητέρας – προσφοράς. Η μάνα, ως έννοια αλλά και ως πραγματικότητα, πρέπει να διεκδικήσει και να αποκτήσει την υπόστασή της πρώτα σαν ελεύθερη γυναίκα που θα εμφυσήσει στα παιδιά της αξίες και έννοιες ζωής που η ίδια επέλεξε να δημιουργήσει και να πιστέψει στη δική της ζωή. Δίνοντάς τους όμως παράλληλα τη δύναμη ακόμα και να τις ανατρέψουν δημιουργώντας νέα, μοναδική, δική τους πορεία ζωής. Πρέπει το κάθε κορίτσι που μεγαλώνει να πιστέψει πρώτα ότι πρέπει να γίνει μια ελεύθερη γυναίκα για να μπορέσει να γίνει μια ελεύθερη μαμά.

Αυτή η γιορτή αλλά και κάθε άλλη μέρα από τη ζωή μιας γυναίκας – μαμάς ας είναι μια ευχή και μια ελπίδα ό,τι προσφέρει στη ζωή του παιδιού της να είναι δική της επιλογή και απόφαση παρακάμπτοντας τις προσδοκίες της κοινωνίας, που περιορίζουν ασφυκτικά το ρόλο της. Ακόμα και αν τελικά οι επιλογές της συγκλίνουν με τις προσδοκίες της κοινωνίας και των θεσμών αυτό θα πρέπει να γίνεται μέσα από το δικό της δρόμο που τον χαράζει όπως η ίδια επιθυμεί!

Ας είναι οι μαμάδες όλου του κόσμου τα πρότυπα δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας ανθρώπων ελεύθερων, δημιουργικών που θα στηρίζονται στην επιλογή και τη βούληση παρακάμπτοντάς τους δρόμους της προσδοκίας, των πρέπει και της κατευθυνόμενης αγωγής.

ΕΚΕΙΝΟΣ .... ΕΚΕΙΝΗ ...

Εκείνος ξύπνησε μέσα σε ένα καυτό πρωινό. Το υπόγειο που κοιμόταν πάσχιζε να κρατήσει έξω από τους τοίχους την αποπνικτική ζέστη. Άνοιξε τα μάτια του πάνω σε ένα υγρό από τον ιδρώτα κρεβάτι. Ένα ελαφρύ λευκό λινό σεντόνι σκέπαζε ένα μέρος των ποδιών του. Το τίναξε από πάνω του. Σηκώθηκε γρήγορα, σχεδόν απότομα. Το πρωινό του ξύπνημα δεν αποζητούσε το χουζούρεμα. Άνοιξε την ξύλινη πόρτα που έτριξε ακουμπώντας στον τοίχο. Ο ήλιος οδήγησε το χέρι του να κάνει αντηλιά με τη παλάμη. Τα μάτια του μίκρυναν. Η ανάσα του συνάντησε ένα πνιγηρό ζεστό ρεύμα αέρα.

Εκείνη ξύπνησε μέσα σε ένα δροσερό Φθινοπωρινό πρωινό. Το κρεβάτι με τα στρωμένα σεντόνια έμοιαζε υπερβολικά δροσερό γι’ αυτή την ώρα. Αναζήτησε τη λεπτή κουβέρτα που είχε τυλιχθεί στα πόδια της και την τράβηξε μέχρι το λαιμό. Γύρισε στο πλάι και αγκάλιασε τα γόνατά της. Λούφαξε το πρόσωπό της στη πτυχή του μαξιλαριού μυρίζοντας το άρωμα της που απέμεινε από το προηγούμενο βράδυ. Μετά από μερικά λεπτά σηκώθηκε απρόθυμα και πήγε στο μπάνιο. Απέμεινε να κοιτά μισοκοιμισμένη το πρόσωπό της. Τις μικρές ρυτίδες του ύπνου, τα μισόκλειστα μάτια, τα ανακατεμένα μαλλιά. Χαμογέλασε και έσκυψε ρίχνοντας δυο χούφτες κρύο νερό.

Εκείνος προσπάθησε να δει τον ήλιο κατάματα. Άπλωσε τα χέρια σα να μάζευε τις ακτίδες που ξεστράτιζαν και κατέληγαν στην αυλή του, στους τοίχους και τη στέγη του σπιτιού του, στο σώμα του. Έκλεισε τα μάτια και τις έστειλε από το δικό του Καλοκαίρι, στο δικό της Φθινόπωρο. Από το δικό του φωτεινό και ηλιόλουστο πρωινό στο δικό της, το μουντό και συννεφιασμένο.

Εκείνη περπατούσε με βιαστικό βήμα στο υγρό πεζοδρόμιο. Τα μαλλιά της ακουμπούσαν στο λαιμό της και τον ζέσταιναν. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει καλά – καλά και τα πουλιά είχαν κατακλύσει τον ουρανό με τα φτερουγίσματα και τα κρωξίματά τους. Στάθηκε και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Παρατηρούσε τις αλλόκοτες κινήσεις τους. Πέρα – δώθε και βουτιές στο κενό. Άπλωσε τη παλάμη της στραμμένη προς τα πάνω και έπεσε απαλά ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα φτερό. Περιστεριού. Το κράτησε για λίγο και το χάιδεψε. Μετά το έφερε μπροστά στα χείλη της και το φύσηξε. Έστειλε την ανάσα της από το ξημέρωμά της, που πρόβαλε στην Ανατολή πίσω από χρυσαφένια χρώματα, στο δικό του, το ζεστό και υγρό, το αφημένο στη νωχελικότητα μιας ψάθινης πολυθρόνας.

Περπατούσε στα στενά της πόλης του. Στα πέτρινα πλακόστρωτα. Τα βήματά του τον οδήγησαν στη πέτρινη πλατεία. Οι φοίνικες ψηλοί, ανοιγμένοι στον ουρανό με τα πράσινα σπαθωτά τους κλαδιά. Το πέτρινο κτίριο με τα μπλε ξύλινα παραθυρόφυλλα στα αριστερά του φωτιζόταν περίεργα από το δυνατό φως. Στο βάθος ένα καμπαναριό, κάτι σα καμπαναριό, σχίζει τον αέρα, τη θέα μπροστά του, με το ύψος του, τα κενά παράθυρα, την τριγωνική επιστέγαση. Πάνω από το κεφάλι του σειρές στρογγυλές λάμπες. Ρίχνει το βλέμμα χαμηλά. Πέτρινες πλάκες εναλλάσσονται. Στο μέγεθος, στο σχήμα, στο χρώμα. Τα βήματά του εναλλάσσονται και αυτά. Δεξί – αριστερό, δεξί αριστερό. Στάση. Σηκώνει το βλέμμα. Η πέτρινη χαμογελαστή φάλαινα στέκει μπροστά του. Χαμογελά. Τη φαντάζεται. Πάνω στα κύματα. Πάνω στην πέτρινη πλατεία. Πάνω στα λευκά σύννεφα που ταξιδεύουν στο γαλάζιο ουρανό του και συναντούν τα δικά της ….. τα άσπρα και μαύρα που ενώνονται στο σκυθρωπό ουρανό της.

Περπατούσε στα κοιμισμένα στενά της πόλης της. Ησυχία και μερικοί ήχοι πίσω της. Πίσω από τα βήματά της. Μικρές λακκούβες με νερό που αναταράσσονται με την άκρη του τακουνιού της, που βουλιάζει μέσα τους. Σκόρπια ξερά φύλλα που ξεψυχάνε κάτω από τις σόλες των παπουτσιών της. Μια πετρούλα που κυλάει μπροστά της και τη ξανακλωτσά παιχνιδιάρικα. Τη συνοδεύει στη διαδρομή της. Την ακολουθεί με τη ματιά της. Τη σπρώχνει και χάνεται μέσα στα ξεχασμένα νερά τις χθεσινής βροχής, την παρασύρουν μέσα στα ρείθρα στο πλάι του δρόμου. Κυλάει μέχρι το επόμενο τετράγωνο, μέχρι το κέντρο της πόλης, μέχρι τις παρυφές της. Χύνεται στο ποτάμι και ακολουθεί τη θάλασσα και ενώνεται με τα νερά της δικής του θάλασσας, που στέκει μπροστά της, καθισμένος στις ζεστές πέτρες του λιμανιού, αγναντεύοντας τα κύματα που απλώνονται.

Κλείνει τα μάτια της. Κλείνει τα μάτια του. Ένα απαλό δροσερό αεράκι ανατριχιάζει το δέρμα της. Ένα ζεστό φευγάτο κύμα αέρα υγραίνει το μέτωπό του. Το χέρι της πιάνει το μπροστινό μέρος του λαιμού της. Το χέρι του περνάει ανάμεσα από τα μαλλιά του. Σταγόνες από ένα ξαφνικό ψιλόβροχο κύλησαν στις γάμπες των ποδιών της. Σταγόνες από μερικά ανυπόμονα κύματα που έσκασαν στον τοίχο του λιμανιού, έβρεξαν το τζιν παντελόνι του. Ένα περιστέρι πέρασε πολύ κοντά της. Δίπλα από το πρόσωπό της. Παρέσυρε τη ματιά της, την εγκλώβισε ανάμεσα στα φτερά του, την παρέσυρε στον ουρανό. Ένας γλάρος πέρασε μπροστά από το πρόσωπό του. Έκλεισε τα μάτια απότομα και τα άνοιξε σχεδόν αμέσως ακολουθώντας το τρελό πέταγμα. Το βλέμμα του ανακατεύει τα φτερά του γλάρου. Το παρέσυρε στον ουρανό.

Κι ο ουρανός μοιράζεται, ενώνεται, μηδενίζει την απόσταση στο απέραντό του. Ενώνει τις ματιές τους και τις ταξιδεύει με ένα πέταγμα, με μια ανάσα, με ένα πόθο …… μέσα σε ένα πρωινό, σε ένα συνεχιζόμενο Καλοκαίρι, σε ένα καινούριο Φθινόπωρο ……

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ


Πέταξε στην άκρη, στο πεζοδρόμιο, το περιτύλιγμα από την καραμέλα, που στριφογυρνούσε εδώ και μερικά λεπτά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Το βήμα του έχασε το γρήγορο ρυθμό του όσο το πολύχρωμο χαρτάκι εγκατέλειπε την παλάμη του. Σχεδόν αμέσως ξανάγινε γρήγορο, επιτάχυνε, σχεδόν βημάτιζε ανυπόμονα τώρα. Το βλέμμα καρφωμένο μπροστά και τα χέρια στο πλάι ξεπερνούσαν το σώμα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Προσπάθησε να ξεφύγει από τις εικόνες που πλημμύριζαν το μυαλό του στέλνοντας το βλέμμα του δεξιά και αριστερά.
Η λίμνη δεξιά, ήρεμη, έχανε σιγά - σιγά το γαλάζιο της μέσα στο σούρουπο. Ο ζεστός Νοτιάς την έκανε ν’ ανατριχιάζει. Ανατρίχιαζε και το σχεδόν ιδρωμένο του σβέρκο, τις ιδρωμένες του παλάμες, το μέτωπό του που το ένιωθε ζεστό, καυτό, κάθε φορά που έπεφτάν επάνω του τα άτακτα καστανά τσουλούφια των μαλλιών του. Κοντά στη λίμνη δυο – τρεις ρομαντικοί ψαράδες είχαν ξεχάσει τις πετονιές τους, που λικνίζονταν πλάι στα κοντινά βράχια, χάζευαν το φως από το ηλιοβασίλεμα που χάνονταν ανάμεσα στα ήσυχα κύματα. Ακίνητοι θαρρείς. Σκιές τα σώματά τους.
Αριστερά τα παλιά μαγαζιά της όχθης. Ουζερί και καφενεία μαζί. Άδεια οικόπεδα ανάμεσά τους. Κάπου – κάπου σπιτάκια παλιά, χαμηλά με ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα και μισάνοιχτες πόρτες. Κεραμίδια που σκύβουν ετοιμόρροπα από τις ξύλινες στέγες. Αυλές παραβιασμένες με κομμένα τα μπουμπούκια από τις άγριες τριανταφυλλιές.

Η λίμνη συνεχίζει να τον συνοδεύει στα δεξιά. Αριστερά δε κοιτάει πια. Δρόμος. Η κίνηση περιορισμένη. Λιγοστά αυτοκίνητα σπάνε τη σιωπή και τη νύχτα. Με τον ήχο της μηχανής τους, με τα φώτα των προβολέων τους. Δίπλα στη λίμνη αχνά τα φώτα στο έδαφος συνοδεύουν τα βήματά του έτσι ώστε ν’ αποφεύγει την ανώμαλη επιφάνεια του χωματόδρομου, όταν γινόταν επικίνδυνη.
Μπροστά, το σώμα κινείται μπροστά, τα πόδια σταθερά, τα χέρια ρυθμικά. Το βλέμμα ξεχνιέται κάπου – κάπου, μα είναι ορισμένο να κοιτά μπροστά. Η ανυπομονησία μεγαλώνει όσο κοντεύει, όσο τα βήματα τον φέρνουν πιο κοντά. Η μυρωδιά από τους αμμόλοφους στο τέλος του δρόμου άρχισε να κάνει αισθητή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ασυναίσθητα βάζει το χέρι στη τσέπη και αγγίζει το μαντήλι. Το τσαλακώνει λίγο ανάμεσα στα μεσαία δάχτυλα. Ξέρει ότι αν πλησιάσει περισσότερο ίσως το χρειαστεί. Η υγρασία του Σεπτεμβρίου και η άμμος που αιωρείται κάνει την αναπνοή δύσκολη!
Ένα απαλό και κρύο αεράκι έκανε τα μάτια του να τσούξουν, τα ιδρωμένα μέρη του σώματός του να αναριγήσουν και τα χέρια του να τυλίξουν γύρω του το ανοιχτό σακάκι. Ήταν ένα ξαφνικό φύσημα. Μετά πάλι υγρασία, αποπνικτική ατμόσφαιρα. Μετά πάλι ο ιδρώτας να κυλά στο πλάι του προσώπου του, μέσα από το λινό πουκάμισο, στη ραχοκοκαλιά, και στο εσωτερικό των μηρών του. Έφτανε.

… Η λίμνη τώρα άρχισε να στρίβει προς την Ανατολή. Η όχθη να μεγαλώνει, να απλώνει και να ενώνεται με τους αμμόλοφους που ξεκινούσαν από εκείνο το σημείο. Σταμάτησε στην άκρη πριν αρχίσει η άμμος να γίνεται πιο παχιά. Έκατσε στο πεζούλι που συνεχιζόταν ακόμα οριοθετώντας την όχθη της λίμνης. Έβγαλε τα καφετιά δερμάτινα πέδιλά του. Γύρισε πάνω τρεις φορές το παντελόνι, μέχρι τη μέση της γάμπας. Τίναξε τα πέδιλα χτυπώντας τα στο πεζούλι και σηκώθηκε. Απέμειναν σχεδόν 10 λεπτά διαδρομή. Ίσως να ήταν πολύ λιγότερο, αλλά μέσα στην άμμο, με το λιγοστό φως του φεγγαριού, που ήταν το μόνο που του είχε απομείνει, και με το απαλό αλλά δύσκολο αεράκι που φυσούσε χτυπώντας στο πρόσωπό του τους ξανθούς κόκκους, δε θα μπορούσε να κάνει λιγότερο.

… Λίγα μέτρα ακόμα, το φως έξω από την πόρτα τρεμόπαιζε. Πήρε βαθιά ανάσα και δυνάμωσε το βήμα του. Πατούσε πιο γερά, πιο σταθερά, ανοίγοντας βαθιές λακκούβες που περιέγραφαν τις πατούσες του και τις έσερνε μέχρι το επόμενο βήμα. Μια διακοπτόμενη γραμμή και μετά λακκούβα και ξανά γραμμή. Δε κοιτούσε δεξιά – αριστερά, ούτε καν μπροστά. Μόνο κάτω. Τα βήματα, τις λακκούβες. Την άμμο που έτσι σκοτεινή και απάτητη πριν το δικό του βήμα έμοιαζε να τον προσκαλεί σε ένα παιχνίδι απρόβλεπτο, καινούριο, με άγνωστους όρους και κανόνες.
Αυτό ήταν όμως κάτι δεδομένο. Βάδιζε προς το τέρμα. Προς τον προορισμό. Δε γνώριζε ούτε τους κανόνες ούτε τους όρους του. Δε γνώριζε τη μορφή του, την προοπτική του, τι θα άφηνε πίσω του, στη μέρα του, στη ζωή του, μέσα του. Φόβος και αγωνία και ανυπομονησία. Όλα ανάμεικτα μαζί με την άμμο κάτω από τα πόδια του. Διατηρούσε ακόμα λίγη από τη θερμοκρασία της ημέρας. Ζεστή και υγρή εκεί που ακουμπούσαν τα δάχτυλά του. Χιλιάδες κόκκοι συντρίβονταν κάτω από το βάρος του σώματός του, που προσπαθούσε να διατηρήσει σε ισορροπία κάθε φορά που το πάτημα ήταν ασταθές.

… Λίγα μέτρα είχαν απομείνει. Στάθηκε. Ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι από αυτά που ήταν διάσπαρτα σε όλη την έκταση των αμμόλοφων. Αυτό ήταν το πρώτο. Βαμμένο σε έντονο πράσινο χρώμα. Καφέ παραθυρόφυλλα. Σύρμα, αντί για περίφραξη, που έκλεινε μια αυλή από άμμο, πεταμένα δυο - τρία κούτσουρα εδώ και εκεί, δυο - τρία σακιά μισογεμάτα, ποιος ξέρει με τι, και μερικά εργαλεία σκαψίματος. Μέρος χωρίς αισθητική. Σχεδόν πρωτόγονο. Από τα παράθυρα έβγαινε το φως από μια λάμπα πετρελαίου που κρεμόταν στο ταβάνι. Ρεύμα δεν είχε εκεί .Το ίδιο φως πιο δυνατό έξω από την πόρτα. Στο ανώφλι. Ήταν το ίδιο φως που έβλεπε από μακριά.. Τον περίμεναν. Αλλιώς δε θα ξόδευαν πετρέλαιο και φυτίλι για να φωτίσουν την εξώθυρα. Τον έπιασε ξαφνικά μια ανυπόμονη σκέψη να γυρίσει πίσω. Τι γύρευε εδώ;

… Στάθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα. Η άμμος αντί να λιγοστεύει γινόταν πιο παχιά, πηχτή θαρρείς, κύκλωνε τα πόδια του μέχρι τη γάμπα. Ούτε λακκούβα, ούτε διαδρομή. Μόνο πόδια που βούλιαζαν και χάνονταν. Δάχτυλα που ξεπρόβαλαν και ανάμεσά τους κυλούσε η άμμος και ξαναβούλιαζαν. Κουράστηκε. Τώρα που στάθηκε η ανάσα του έκαψε το λαρύγγι. Βαριά και ξηρή. Θαρρείς και ο λαιμός του είχε γεμίσει άμμο. Τα μάτια του στεγνά. Οι βλεφαρίδες άκαμπτες έγδερναν το κάτω βλέφαρο. Αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο. Τι παρόρμηση να δεχθεί! Ένα ραβασάκι στη τσέπη που ανακάλυψε τυχαία. Με μια πρόταση μόνο γραμμένη. «Το πρώτο στους αμμόλοφους, πρώτη φορά στη ζωή σου….»

Καιρό τώρα η ζωή του είχε πάψει να έχει …. «πρώτες φορές». Ποιος τάχα δε θα τολμούσε να το κάνει. Πρώτη φορά περπάταγε μόνος δίπλα στη λίμνη. Πρώτη φορά ένιωσε τον αέρα να του μαστιγώνει το πρόσωπο με ξανθούς κόκκους άμμου. Πρώτη φορά παραδόθηκε σε ένα δύσκολο βηματισμό μέσα στους αμμόλοφους. Για να συναντήσει αυτή την «πρώτη φορά». Την πρώτη φορά στη ζωή του. Τι θα’ ταν; Ποιος θα ‘ταν; Τι να συνέβαινε άραγε εκεί; Κινδύνευε; Κέρδιζε; Καρδιοχτυπούσε. Λίγα βήματα απέμειναν. Θα το έκανε ….

… Ήταν μπροστά στο σύρμα της περίφραξης, εκεί που έμενε ένα άνοιγμα μόνο, για πέρασμα. Είδε την πόρτα να ανοίγει. Απλά να ανοίγει χωρίς κανείς να κρατάει το χερούλι. Τρόμαξε, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να παραλογίζεται. Διέκρινε μέσα ένα ξύλινο τραπέζι. Δύο καρέκλες, η μία με την πλάτη στην πόρτα. Η λάμπα στο ταβάνι με τη φλόγα να τρεμοπαίζει. Στο βάθος ένα τζάκι πρόχειρα χτισμένο, γεμάτο μεγάλες, μαύρες, πλαστικές σακούλες σκουπιδιών. Το πάτωμα; Το πάτωμα από άμμο. Στρωτή, πατημένη άμμος. Λίγα εκατοστά πιο κάτω από την αυλή. Ένα ξύλο κάθετα στο έδαφος διατηρούσε τη διαφορά ύψους. Μα που χάθηκε το βλέμμα του; Ακόμα δεν είχε μπει στην αυλή. Τι συνέβαινε εκεί μέσα; Κάποιος να τον υποδεχθεί, να του μιλήσει; Ένα ίχνος ότι κάποιος περίμενε εκεί; Τίποτα. Φώναξε : «Είναι κανείς εκεί;». Απάντηση καμία. Σιωπή. Οργή.

… Το βλέμμα του άλλαξε, οι χτύποι της καρδιάς του έτρεχαν αλλά όχι από ανυπομονησία αλλά από θυμό. Το δέρμα του προσώπου του κοκκίνισε και τα χέρια του πέταξαν με δύναμη τα δερμάτινα πέδιλα στην άμμο. Τι στο καλό συνέβαινε εδώ; Γύρισε απότομα την πλάτη στο σπίτι. Άρπαξε τα πέδιλα και προσπάθησε να τρέξει πάνω στην άμμο. Έβαζε όλη του τη δύναμη για να τη διασχίσει. Θυμός και οργή τον έκαναν να σφίγγει τα δόντια και να βγάζει τα πόδια μέσα από την άμμο. Και να τα ξαναβυθίζει. Σχεδόν να γονατίζει από την προσπάθεια και να σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του κολλώντας πάνω του την άμμο από τα δάχτυλα των χεριών του, που βυθίζονταν και αυτά στην άμμο για να δυναμώσουν την προσπάθεια.
Έφτασε στην αρχή των αμμόλοφων, εκεί που η άμμος λιγόστευε. Κοίταξε πίσω. Το φως είχε σβήσει. Η πόρτα είχε κλείσει. Το ίδιο και η λάμπα στο ανώφλι. Σβηστή. Έμεινε να κοιτά και να αναρωτιέται. Τι είχε κάνει; Γιατί; Τι περίμενε; Μέσα του το ήξερε ….. Οι «πρώτες φορές» είναι εκεί για να τις δρασκελίσεις μόνο από πόθο, όχι από ανταπόκριση ……

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ

Ο δρόμος έτρεχε μπροστά. Το ίδιο και οι σκέψεις. Ήταν ένας δρόμος οικείος. Η κάθε στροφή και η κάθε ευθεία ήταν εκεί. Στην ίδια θέση, στο ίδιο τοπίο να ξαπλώνουν νωχελικά. Η άσφαλτος απορροφούσε την ταχύτητα από τις ρόδες του αυτοκινήτου και η καυτή ζέστη άφηνε το θολό τοπίο λίγα μέτρα μακριά, ρουφούσε τις σκέψεις. Τα χιλιόμετρα ρουφούσαν την ψυχή. Τον προορισμό που είχε κατακτηθεί. Τις μυρωδιές, τις φωνές, τα γέλια, τα συναισθήματα που είχαν αποτυπωθεί στην άμμο, στα παραλιακά μπαρ, γύρω από τη φωτιά, μέσα σε ζεστά δωμάτια, πάνω σε πλακόστρωτα στενά σοκάκια, ανάμεσα σε αρχαία που για αιώνες ακουμπάνε χέρια καινούρια κάθε φορά.

Τώρα το βλέμμα χάνεται τριγύρω. Αναμιγνύονται οι εικόνες των ημερών που πέρασαν με τις εικόνες που σταδιακά γυρνάνε πίσω. Γνωστές, αγαπημένες εικόνες. Τόσο αγαπημένες, όσο η συνήθεια μπορεί να τις κάνει. Τόσο οικείες, όσο το χαλαρό κάλυμμα του καναπέ που ξαπλώνοντας πάνω του δε σε νοιάζει που πέφτει στο πάτωμα.

Ο δρόμος τρέχει μπροστά, η κάθε στροφή και η κάθε ευθεία είναι πάλι εκεί. Η άσφαλτος τρέχει. Κάτω από τη ματιά σε εγρήγορση, απλώνεται το καλοκαίρι. Το φετινό και κάθε άλλο καλοκαίρι ….

Είσαι εδώ ε; Καλώς τη μικρή ηλιαχτίδα του ηλιοβασιλέματος. Καθισμένη στην ανάκατη άμμο, η θάλασσα λάδι τεντώνει τα κύματά της στον ορίζοντα. Βάφεται, παντοτινή κοκέτα, με τα φούξια και τα μοβ του ουρανού. Κλέφτρα! Ο ήλιος χάνεται, σκεπάζεται, χαμηλώνει το βλέμμα! Ποιος είπε ότι του αρέσει πάντα να ‘ναι ο κυρίαρχος; Χώνεται μέσα σ’ αυτές τις ρομαντικές αποχρώσεις της δύσης και παρακαλάει να χαϊδευτεί. Από τις θαμπές του αχτίδες, από τα απαλά χρώματα, από τη λάμψη του φεγγαριού, που τον προλαβαίνει. Θέλει για μια φορά και εκείνος να κλειστεί σε μια φωτεινή αγκαλιά, να νιώσει αδύναμος και μικρός. Διαλέγει την καλύτερη. Τυλίγεται στα χρώματα και βυθίζεται, και χάνεται και παραδίδεται …….

Τρέχουν οι σκέψεις, οι ρόδες του αυτοκινήτου παρασέρνουν τη δύναμή τους, την σκορπίζουν στον αέρα που μπαίνει από το παράθυρο και ανακατεύει τα μαλλιά. Η φωτιά πάντα τρεμοπαίζει με τον θαλασσινό αέρα, όσο δυνατή κι αν είναι. Είναι που τρεμοπαίζει η καρδιά της. Που δε μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτό τον λάγνο θαλασσινό σκίρτημα που κουβαλάει αλμύρα, κύμα, νύχτα, άμμο, ψίθυρους. Φωνές και γέλια ξεγλιστρούν ανάμεσα από τα βράχια και τις ξεχασμένες ανοιχτές ξαπλώστρες της παραλίας. Το κύμα απλά σκάει χωρίς να απαιτεί να το ακούσει κανείς. Αφήνει εκείνον τον ήχο που βγάζει τον αναστεναγμό της θάλασσας που δροσίζεται, που ξεκουράζεται, που ηρεμεί, που ανανεώνεται. Δάχτυλα γυμνά χώνονται μέσα στην άμμο, σκιές χεριών αναπαριστάνουν παλιές ιστορίες. Κεφάλια γέρνουν πίσω από τα γέλια, από πόθο, από χαρά. Αγκαλιές φευγαλέα ακουμπάνε τα σώματα. Ματιές που στροβιλίζονται με τις φλόγες. Ποτήρια που αφήνονται τυχαία πάνω στα βότσαλα. Κρασί που χύνεται χωρίς ήχο και σβήνει μέσα στο νερό. Στη θάλασσα. Στα χαμόγελα.

Το θολό από τη ζέστη τοπίο ρουφάει τις εικόνες στο μυαλό, τα χιλιόμετρα απομακρύνουν από τον κατακτημένο προορισμό. Στενοσόκακα χαραγμένα για να σε ταξιδεύουν. Απλές τρυφερές αγκαλιές που απορροφούν. Βήματα που σέρνονται από την απλότητα του αγγίγματος. Φιλιά - στάσεις μπροστά σε ανοίγματα στον ορίζοντα του Αιγαίου. Τα χέρια μπλέκονται, οι λέξεις χάνονται ψιθυριστές, σχεδόν ανείπωτες, απαλλαγμένες από ήχο, από βάρος, από νόημα. Υπάρχουν για να χαθούν. Ψιθυρίζονται για να ξεφύγουν. Ακουμπάνε για να απαλύνουν. Ένας τοίχος ασβεστωμένος, μια μπουκαμβίλια κρέμεται πάνω στα μαλλιά, μια πλάτη στηρίζεται πίσω, βάφει λευκό το κόκκινο μπλουζάκι, ένα σώμα ακουμπάει πάνω στο άλλο. Δυο χείλια αφήνουν τον πόθο να περιπλανηθεί. Δυο χέρια τυλίγονται γύρω από ένα λαιμό. Δυο μάτια αναζητούν να τραβήξουν το τώρα στη ψυχή τους.

Κάτω από τη ματιά απλώνεται το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι που επιστρέφει στην πόλη. Το καλοκαίρι που δε ξέρει που να σταθεί, τι να θυμηθεί και τι έχει ακόμα να ζήσει. Κάτω από την καρδιά το τέλος και η αρχή σμίγουν σαν από πόθο. Σα να επιθυμούν για μια στιγμή να ενωθούν. Μέσα στο μυαλό χορεύουν τα συναισθήματα που δε μπορούν να ειπωθούν. Επιστροφή. Γνωστές οικείες εικόνες. Ανένταχτες μακρινές στιγμές. Μαζί! Για πόσο; Μέχρι την επόμενη φορά. Που η άσφαλτος θα τρέχει για έναν ακόμα προορισμό. Που η καρδιά θα χτυπά γρήγορα για να τον προλάβει. Που οι εικόνες θα ‘ναι φανταστικές μέχρι να συναντηθούν με το παρόν τους. Ας είναι ……. Οι προορισμοί είναι για να δημιουργούνται. Νέοι, προκλητικοί, ανένταχτοι. Για τα καλοκαίρια μας, τα καλοκαίρια της ζωής μας, τα παντοτινά καλοκαίρια της κάθε επόμενης μέρας που ξημερώνει!