ΠΤΗΣΗ ΝΟΗΤΗ

Ελάτε να κάνουμε μια πτήση νοητή στον πιο κοντινό μας προορισμό, τον εαυτό μας …….. Ελάτε να φωτίσουμε το βλέμμα μας με τη ματιά των άλλων .....

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ, ΕΒΡΟΥ, Greece

Δε θα γράψω για το τι είμαι ... αλλά για το τι θα' θελα να είμαι! Ένα θαλασσοπούλι γεννημένο να' ναι ελεύθερο για πάντα! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……

Τετάρτη, Απριλίου 19, 2006

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ

Ο δρόμος έτρεχε μπροστά. Το ίδιο και οι σκέψεις. Ήταν ένας δρόμος οικείος. Η κάθε στροφή και η κάθε ευθεία ήταν εκεί. Στην ίδια θέση, στο ίδιο τοπίο να ξαπλώνουν νωχελικά. Η άσφαλτος απορροφούσε την ταχύτητα από τις ρόδες του αυτοκινήτου και η καυτή ζέστη άφηνε το θολό τοπίο λίγα μέτρα μακριά, ρουφούσε τις σκέψεις. Τα χιλιόμετρα ρουφούσαν την ψυχή. Τον προορισμό που είχε κατακτηθεί. Τις μυρωδιές, τις φωνές, τα γέλια, τα συναισθήματα που είχαν αποτυπωθεί στην άμμο, στα παραλιακά μπαρ, γύρω από τη φωτιά, μέσα σε ζεστά δωμάτια, πάνω σε πλακόστρωτα στενά σοκάκια, ανάμεσα σε αρχαία που για αιώνες ακουμπάνε χέρια καινούρια κάθε φορά.

Τώρα το βλέμμα χάνεται τριγύρω. Αναμιγνύονται οι εικόνες των ημερών που πέρασαν με τις εικόνες που σταδιακά γυρνάνε πίσω. Γνωστές, αγαπημένες εικόνες. Τόσο αγαπημένες, όσο η συνήθεια μπορεί να τις κάνει. Τόσο οικείες, όσο το χαλαρό κάλυμμα του καναπέ που ξαπλώνοντας πάνω του δε σε νοιάζει που πέφτει στο πάτωμα.

Ο δρόμος τρέχει μπροστά, η κάθε στροφή και η κάθε ευθεία είναι πάλι εκεί. Η άσφαλτος τρέχει. Κάτω από τη ματιά σε εγρήγορση, απλώνεται το καλοκαίρι. Το φετινό και κάθε άλλο καλοκαίρι ….

Είσαι εδώ ε; Καλώς τη μικρή ηλιαχτίδα του ηλιοβασιλέματος. Καθισμένη στην ανάκατη άμμο, η θάλασσα λάδι τεντώνει τα κύματά της στον ορίζοντα. Βάφεται, παντοτινή κοκέτα, με τα φούξια και τα μοβ του ουρανού. Κλέφτρα! Ο ήλιος χάνεται, σκεπάζεται, χαμηλώνει το βλέμμα! Ποιος είπε ότι του αρέσει πάντα να ‘ναι ο κυρίαρχος; Χώνεται μέσα σ’ αυτές τις ρομαντικές αποχρώσεις της δύσης και παρακαλάει να χαϊδευτεί. Από τις θαμπές του αχτίδες, από τα απαλά χρώματα, από τη λάμψη του φεγγαριού, που τον προλαβαίνει. Θέλει για μια φορά και εκείνος να κλειστεί σε μια φωτεινή αγκαλιά, να νιώσει αδύναμος και μικρός. Διαλέγει την καλύτερη. Τυλίγεται στα χρώματα και βυθίζεται, και χάνεται και παραδίδεται …….

Τρέχουν οι σκέψεις, οι ρόδες του αυτοκινήτου παρασέρνουν τη δύναμή τους, την σκορπίζουν στον αέρα που μπαίνει από το παράθυρο και ανακατεύει τα μαλλιά. Η φωτιά πάντα τρεμοπαίζει με τον θαλασσινό αέρα, όσο δυνατή κι αν είναι. Είναι που τρεμοπαίζει η καρδιά της. Που δε μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτό τον λάγνο θαλασσινό σκίρτημα που κουβαλάει αλμύρα, κύμα, νύχτα, άμμο, ψίθυρους. Φωνές και γέλια ξεγλιστρούν ανάμεσα από τα βράχια και τις ξεχασμένες ανοιχτές ξαπλώστρες της παραλίας. Το κύμα απλά σκάει χωρίς να απαιτεί να το ακούσει κανείς. Αφήνει εκείνον τον ήχο που βγάζει τον αναστεναγμό της θάλασσας που δροσίζεται, που ξεκουράζεται, που ηρεμεί, που ανανεώνεται. Δάχτυλα γυμνά χώνονται μέσα στην άμμο, σκιές χεριών αναπαριστάνουν παλιές ιστορίες. Κεφάλια γέρνουν πίσω από τα γέλια, από πόθο, από χαρά. Αγκαλιές φευγαλέα ακουμπάνε τα σώματα. Ματιές που στροβιλίζονται με τις φλόγες. Ποτήρια που αφήνονται τυχαία πάνω στα βότσαλα. Κρασί που χύνεται χωρίς ήχο και σβήνει μέσα στο νερό. Στη θάλασσα. Στα χαμόγελα.

Το θολό από τη ζέστη τοπίο ρουφάει τις εικόνες στο μυαλό, τα χιλιόμετρα απομακρύνουν από τον κατακτημένο προορισμό. Στενοσόκακα χαραγμένα για να σε ταξιδεύουν. Απλές τρυφερές αγκαλιές που απορροφούν. Βήματα που σέρνονται από την απλότητα του αγγίγματος. Φιλιά - στάσεις μπροστά σε ανοίγματα στον ορίζοντα του Αιγαίου. Τα χέρια μπλέκονται, οι λέξεις χάνονται ψιθυριστές, σχεδόν ανείπωτες, απαλλαγμένες από ήχο, από βάρος, από νόημα. Υπάρχουν για να χαθούν. Ψιθυρίζονται για να ξεφύγουν. Ακουμπάνε για να απαλύνουν. Ένας τοίχος ασβεστωμένος, μια μπουκαμβίλια κρέμεται πάνω στα μαλλιά, μια πλάτη στηρίζεται πίσω, βάφει λευκό το κόκκινο μπλουζάκι, ένα σώμα ακουμπάει πάνω στο άλλο. Δυο χείλια αφήνουν τον πόθο να περιπλανηθεί. Δυο χέρια τυλίγονται γύρω από ένα λαιμό. Δυο μάτια αναζητούν να τραβήξουν το τώρα στη ψυχή τους.

Κάτω από τη ματιά απλώνεται το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι που επιστρέφει στην πόλη. Το καλοκαίρι που δε ξέρει που να σταθεί, τι να θυμηθεί και τι έχει ακόμα να ζήσει. Κάτω από την καρδιά το τέλος και η αρχή σμίγουν σαν από πόθο. Σα να επιθυμούν για μια στιγμή να ενωθούν. Μέσα στο μυαλό χορεύουν τα συναισθήματα που δε μπορούν να ειπωθούν. Επιστροφή. Γνωστές οικείες εικόνες. Ανένταχτες μακρινές στιγμές. Μαζί! Για πόσο; Μέχρι την επόμενη φορά. Που η άσφαλτος θα τρέχει για έναν ακόμα προορισμό. Που η καρδιά θα χτυπά γρήγορα για να τον προλάβει. Που οι εικόνες θα ‘ναι φανταστικές μέχρι να συναντηθούν με το παρόν τους. Ας είναι ……. Οι προορισμοί είναι για να δημιουργούνται. Νέοι, προκλητικοί, ανένταχτοι. Για τα καλοκαίρια μας, τα καλοκαίρια της ζωής μας, τα παντοτινά καλοκαίρια της κάθε επόμενης μέρας που ξημερώνει!