ΠΤΗΣΗ ΝΟΗΤΗ

Ελάτε να κάνουμε μια πτήση νοητή στον πιο κοντινό μας προορισμό, τον εαυτό μας …….. Ελάτε να φωτίσουμε το βλέμμα μας με τη ματιά των άλλων .....

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ, ΕΒΡΟΥ, Greece

Δε θα γράψω για το τι είμαι ... αλλά για το τι θα' θελα να είμαι! Ένα θαλασσοπούλι γεννημένο να' ναι ελεύθερο για πάντα! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2006

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Πέταξε στην άκρη, στο πεζοδρόμιο, το περιτύλιγμα από την καραμέλα, που στριφογυρνούσε εδώ και μερικά λεπτά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Το βήμα του έχασε το γρήγορο ρυθμό του όσο το πολύχρωμο χαρτάκι εγκατέλειπε την παλάμη του. Σχεδόν αμέσως ξανάγινε γρήγορο, επιτάχυνε, σχεδόν βημάτιζε ανυπόμονα τώρα. Το βλέμμα καρφωμένο μπροστά και τα χέρια στο πλάι ξεπερνούσαν το σώμα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Προσπάθησε να ξεφύγει από τις εικόνες που πλημμύριζαν το μυαλό του στέλνοντας το βλέμμα του δεξιά και αριστερά.
Η λίμνη δεξιά, ήρεμη, έχανε σιγά - σιγά το γαλάζιο της μέσα στο σούρουπο. Ο ζεστός Νοτιάς την έκανε ν’ ανατριχιάζει. Ανατρίχιαζε και το σχεδόν ιδρωμένο του σβέρκο, τις ιδρωμένες του παλάμες, το μέτωπό του που το ένιωθε ζεστό, καυτό, κάθε φορά που έπεφτάν επάνω του τα άτακτα καστανά τσουλούφια των μαλλιών του. Κοντά στη λίμνη δυο – τρεις ρομαντικοί ψαράδες είχαν ξεχάσει τις πετονιές τους, που λικνίζονταν πλάι στα κοντινά βράχια, χάζευαν το φως από το ηλιοβασίλεμα που χάνονταν ανάμεσα στα ήσυχα κύματα. Ακίνητοι θαρρείς. Σκιές τα σώματά τους.
Αριστερά τα παλιά μαγαζιά της όχθης. Ουζερί και καφενεία μαζί. Άδεια οικόπεδα ανάμεσά τους. Κάπου – κάπου σπιτάκια παλιά, χαμηλά με ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα και μισάνοιχτες πόρτες. Κεραμίδια που σκύβουν ετοιμόρροπα από τις ξύλινες στέγες. Αυλές παραβιασμένες με κομμένα τα μπουμπούκια από τις άγριες τριανταφυλλιές.

Η λίμνη συνεχίζει να τον συνοδεύει στα δεξιά. Αριστερά δε κοιτάει πια. Δρόμος. Η κίνηση περιορισμένη. Λιγοστά αυτοκίνητα σπάνε τη σιωπή και τη νύχτα. Με τον ήχο της μηχανής τους, με τα φώτα των προβολέων τους. Δίπλα στη λίμνη αχνά τα φώτα στο έδαφος συνοδεύουν τα βήματά του έτσι ώστε ν’ αποφεύγει την ανώμαλη επιφάνεια του χωματόδρομου, όταν γινόταν επικίνδυνη.
Μπροστά, το σώμα κινείται μπροστά, τα πόδια σταθερά, τα χέρια ρυθμικά. Το βλέμμα ξεχνιέται κάπου – κάπου, μα είναι ορισμένο να κοιτά μπροστά. Η ανυπομονησία μεγαλώνει όσο κοντεύει, όσο τα βήματα τον φέρνουν πιο κοντά. Η μυρωδιά από τους αμμόλοφους στο τέλος του δρόμου άρχισε να κάνει αισθητή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ασυναίσθητα βάζει το χέρι στη τσέπη και αγγίζει το μαντήλι. Το τσαλακώνει λίγο ανάμεσα στα μεσαία δάχτυλα. Ξέρει ότι αν πλησιάσει περισσότερο ίσως το χρειαστεί. Η υγρασία του Σεπτεμβρίου και η άμμος που αιωρείται κάνει την αναπνοή δύσκολη!
Ένα απαλό και κρύο αεράκι έκανε τα μάτια του να τσούξουν, τα ιδρωμένα μέρη του σώματός του να αναριγήσουν και τα χέρια του να τυλίξουν γύρω του το ανοιχτό σακάκι. Ήταν ένα ξαφνικό φύσημα. Μετά πάλι υγρασία, αποπνικτική ατμόσφαιρα. Μετά πάλι ο ιδρώτας να κυλά στο πλάι του προσώπου του, μέσα από το λινό πουκάμισο, στη ραχοκοκαλιά, και στο εσωτερικό των μηρών του. Έφτανε.

… Η λίμνη τώρα άρχισε να στρίβει προς την Ανατολή. Η όχθη να μεγαλώνει, να απλώνει και να ενώνεται με τους αμμόλοφους που ξεκινούσαν από εκείνο το σημείο. Σταμάτησε στην άκρη πριν αρχίσει η άμμος να γίνεται πιο παχιά. Έκατσε στο πεζούλι που συνεχιζόταν ακόμα οριοθετώντας την όχθη της λίμνης. Έβγαλε τα καφετιά δερμάτινα πέδιλά του. Γύρισε πάνω τρεις φορές το παντελόνι, μέχρι τη μέση της γάμπας. Τίναξε τα πέδιλα χτυπώντας τα στο πεζούλι και σηκώθηκε. Απέμειναν σχεδόν 10 λεπτά διαδρομή. Ίσως να ήταν πολύ λιγότερο, αλλά μέσα στην άμμο, με το λιγοστό φως του φεγγαριού, που ήταν το μόνο που του είχε απομείνει, και με το απαλό αλλά δύσκολο αεράκι που φυσούσε χτυπώντας στο πρόσωπό του τους ξανθούς κόκκους, δε θα μπορούσε να κάνει λιγότερο.

… Λίγα μέτρα ακόμα, το φως έξω από την πόρτα τρεμόπαιζε. Πήρε βαθιά ανάσα και δυνάμωσε το βήμα του. Πατούσε πιο γερά, πιο σταθερά, ανοίγοντας βαθιές λακκούβες που περιέγραφαν τις πατούσες του και τις έσερνε μέχρι το επόμενο βήμα. Μια διακοπτόμενη γραμμή και μετά λακκούβα και ξανά γραμμή. Δε κοιτούσε δεξιά – αριστερά, ούτε καν μπροστά. Μόνο κάτω. Τα βήματα, τις λακκούβες. Την άμμο που έτσι σκοτεινή και απάτητη πριν το δικό του βήμα έμοιαζε να τον προσκαλεί σε ένα παιχνίδι απρόβλεπτο, καινούριο, με άγνωστους όρους και κανόνες.
Αυτό ήταν όμως κάτι δεδομένο. Βάδιζε προς το τέρμα. Προς τον προορισμό. Δε γνώριζε ούτε τους κανόνες ούτε τους όρους του. Δε γνώριζε τη μορφή του, την προοπτική του, τι θα άφηνε πίσω του, στη μέρα του, στη ζωή του, μέσα του. Φόβος και αγωνία και ανυπομονησία. Όλα ανάμεικτα μαζί με την άμμο κάτω από τα πόδια του. Διατηρούσε ακόμα λίγη από τη θερμοκρασία της ημέρας. Ζεστή και υγρή εκεί που ακουμπούσαν τα δάχτυλά του. Χιλιάδες κόκκοι συντρίβονταν κάτω από το βάρος του σώματός του, που προσπαθούσε να διατηρήσει σε ισορροπία κάθε φορά που το πάτημα ήταν ασταθές.

… Λίγα μέτρα είχαν απομείνει. Στάθηκε. Ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι από αυτά που ήταν διάσπαρτα σε όλη την έκταση των αμμόλοφων. Αυτό ήταν το πρώτο. Βαμμένο σε έντονο πράσινο χρώμα. Καφέ παραθυρόφυλλα. Σύρμα, αντί για περίφραξη, που έκλεινε μια αυλή από άμμο, πεταμένα δυο - τρία κούτσουρα εδώ και εκεί, δυο - τρία σακιά μισογεμάτα, ποιος ξέρει με τι, και μερικά εργαλεία σκαψίματος. Μέρος χωρίς αισθητική. Σχεδόν πρωτόγονο. Από τα παράθυρα έβγαινε το φως από μια λάμπα πετρελαίου που κρεμόταν στο ταβάνι. Ρεύμα δεν είχε εκεί .Το ίδιο φως πιο δυνατό έξω από την πόρτα. Στο ανώφλι. Ήταν το ίδιο φως που έβλεπε από μακριά.. Τον περίμεναν. Αλλιώς δε θα ξόδευαν πετρέλαιο και φυτίλι για να φωτίσουν την εξώθυρα. Τον έπιασε ξαφνικά μια ανυπόμονη σκέψη να γυρίσει πίσω. Τι γύρευε εδώ;

… Στάθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα. Η άμμος αντί να λιγοστεύει γινόταν πιο παχιά, πηχτή θαρρείς, κύκλωνε τα πόδια του μέχρι τη γάμπα. Ούτε λακκούβα, ούτε διαδρομή. Μόνο πόδια που βούλιαζαν και χάνονταν. Δάχτυλα που ξεπρόβαλαν και ανάμεσά τους κυλούσε η άμμος και ξαναβούλιαζαν. Κουράστηκε. Τώρα που στάθηκε η ανάσα του έκαψε το λαρύγγι. Βαριά και ξηρή. Θαρρείς και ο λαιμός του είχε γεμίσει άμμο. Τα μάτια του στεγνά. Οι βλεφαρίδες άκαμπτες έγδερναν το κάτω βλέφαρο. Αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο. Τι παρόρμηση να δεχθεί! Ένα ραβασάκι στη τσέπη που ανακάλυψε τυχαία. Με μια πρόταση μόνο γραμμένη. «Το πρώτο στους αμμόλοφους, πρώτη φορά στη ζωή σου….»

Καιρό τώρα η ζωή του είχε πάψει να έχει …. «πρώτες φορές». Ποιος τάχα δε θα τολμούσε να το κάνει. Πρώτη φορά περπάταγε μόνος δίπλα στη λίμνη. Πρώτη φορά ένιωσε τον αέρα να του μαστιγώνει το πρόσωπο με ξανθούς κόκκους άμμου. Πρώτη φορά παραδόθηκε σε ένα δύσκολο βηματισμό μέσα στους αμμόλοφους. Για να συναντήσει αυτή την «πρώτη φορά». Την πρώτη φορά στη ζωή του. Τι θα’ ταν; Ποιος θα ‘ταν; Τι να συνέβαινε άραγε εκεί; Κινδύνευε; Κέρδιζε; Καρδιοχτυπούσε. Λίγα βήματα απέμειναν. Θα το έκανε ….

… Ήταν μπροστά στο σύρμα της περίφραξης, εκεί που έμενε ένα άνοιγμα μόνο, για πέρασμα. Είδε την πόρτα να ανοίγει. Απλά να ανοίγει χωρίς κανείς να κρατάει το χερούλι. Τρόμαξε, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να παραλογίζεται. Διέκρινε μέσα ένα ξύλινο τραπέζι. Δύο καρέκλες, η μία με την πλάτη στην πόρτα. Η λάμπα στο ταβάνι με τη φλόγα να τρεμοπαίζει. Στο βάθος ένα τζάκι πρόχειρα χτισμένο, γεμάτο μεγάλες, μαύρες, πλαστικές σακούλες σκουπιδιών. Το πάτωμα; Το πάτωμα από άμμο. Στρωτή, πατημένη άμμος. Λίγα εκατοστά πιο κάτω από την αυλή. Ένα ξύλο κάθετα στο έδαφος διατηρούσε τη διαφορά ύψους. Μα που χάθηκε το βλέμμα του; Ακόμα δεν είχε μπει στην αυλή. Τι συνέβαινε εκεί μέσα; Κάποιος να τον υποδεχθεί, να του μιλήσει; Ένα ίχνος ότι κάποιος περίμενε εκεί; Τίποτα. Φώναξε : «Είναι κανείς εκεί;». Απάντηση καμία. Σιωπή. Οργή.

… Το βλέμμα του άλλαξε, οι χτύποι της καρδιάς του έτρεχαν αλλά όχι από ανυπομονησία αλλά από θυμό. Το δέρμα του προσώπου του κοκκίνισε και τα χέρια του πέταξαν με δύναμη τα δερμάτινα πέδιλα στην άμμο. Τι στο καλό συνέβαινε εδώ; Γύρισε απότομα την πλάτη στο σπίτι. Άρπαξε τα πέδιλα και προσπάθησε να τρέξει πάνω στην άμμο. Έβαζε όλη του τη δύναμη για να τη διασχίσει. Θυμός και οργή τον έκαναν να σφίγγει τα δόντια και να βγάζει τα πόδια μέσα από την άμμο. Και να τα ξαναβυθίζει. Σχεδόν να γονατίζει από την προσπάθεια και να σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο του κολλώντας πάνω του την άμμο από τα δάχτυλα των χεριών του, που βυθίζονταν και αυτά στην άμμο για να δυναμώσουν την προσπάθεια.
Έφτασε στην αρχή των αμμόλοφων, εκεί που η άμμος λιγόστευε. Κοίταξε πίσω. Το φως είχε σβήσει. Η πόρτα είχε κλείσει. Το ίδιο και η λάμπα στο ανώφλι. Σβηστή. Έμεινε να κοιτά και να αναρωτιέται. Τι είχε κάνει; Γιατί; Τι περίμενε; Μέσα του το ήξερε ….. Οι «πρώτες φορές» είναι εκεί για να τις δρασκελίσεις μόνο από πόθο, όχι από ανταπόκριση …… Και εκείνος δεν ήταν έτοιμος … ακόμα …