ΠΤΗΣΗ ΝΟΗΤΗ

Ελάτε να κάνουμε μια πτήση νοητή στον πιο κοντινό μας προορισμό, τον εαυτό μας …….. Ελάτε να φωτίσουμε το βλέμμα μας με τη ματιά των άλλων .....

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ, ΕΒΡΟΥ, Greece

Δε θα γράψω για το τι είμαι ... αλλά για το τι θα' θελα να είμαι! Ένα θαλασσοπούλι γεννημένο να' ναι ελεύθερο για πάντα! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2006

ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ

Σάββατο βράδυ …..
Σήμερα διάλεξα να μη βγω έξω. Να μη κάνω τον καθημερινό μου περίπατο όπως κάθε μέρα. Σήμερα θα δώσω μια κλωτσιά στην κλειστοφοβική μου διάθεση. Ανοίγω το παράθυρο και μπαίνει ορμητικά ένα ρεύμα δροσερού αέρα. Φέτος το καλοκαίρι δε λέει να ‘ρθει. Ας είναι! Ο δροσερός αέρας με κάνει να ανατριχιάσω. Τι κάνω εδώ; Νιώθω ξαφνικά τη διάθεσή μου να επιστρέφει στα γνώριμα καταθλιπτικά μου εδάφη. Τραβώ τη κουρτίνα στην άκρη. Κάνει πραγματικά ψύχρα. Το φανελάκι μου μοιάζει λιγοστό. Ρίχνω ένα πουλόβερ στους ώμους και βγαίνω στο μπαλκόνι. Είναι κοντά 12, μεσάνυχτα. Ησυχία, σχετική. Κάθομαι στη καρέκλα και αγκαλιάζω τα γόνατά μου χώνοντας το σαγόνι μου ανάμεσά τους. Τα γνώριμα συναισθήματα του καθημερινού μου περιπάτου επανέρχονται. Η αλλαγή της συνήθειας μάλλον δε στάθηκε ικανή να τα φρενάρει. Νιώθω ακόμα και εδώ χαμένος, οι σκέψεις ολοένα και περισσότερο στρέφονται προς τα μέσα. Νιώθω και είμαι μονάχος. Καταμεσής της νύχτας θαρρείς νιώθω πιο μόνος από όταν περπατώ. Με κυκλώνουν οι σκέψεις και εγώ δεν έχω να τις ανταλλάξω με εικόνες! Νομίζω όμως ότι αυτό μ’ αρέσει. Είναι και αυτό μια ανατροπή. Μοιάζει να με φέρνει αντιμέτωπο με αυτή την απαίσια σκιά που με κυκλώνει κάθε μέρα και περισσότερο. Από τη μια θέλω να αναμετρηθώ μαζί της, από την άλλη φοβάμαι. Τώρα όμως δεν έχω περιθώρια επιλογής. Είμαι εδώ, κάθομαι σχεδόν ακίνητος και εκείνη γύρω μου να χορεύει το χορό των αμφιβολιών, των ατέλειωτων προβλημάτων που οι άλλοι χλευάζουν, που είναι εκεί αμετακίνητα, σταθερά, καρφωμένα. Το ξέρω θα είναι εδώ και αύριο και πάντα, απλά θα υπάρχουν. Αυτά τα προβλήματα είναι εγώ. Υπάρχουν και υπάρχω. Προχωρώ και μ’ ακολουθούν. Τα ξορκίζω και επιμένουν. Μήπως αυτό είναι λύτρωση; Τα προβλήματα είμαι εγώ! Το επαναλαμβάνω μέσα μου συνεχώς σα παλιό γνώριμο τραγούδι. Ε και;

Συνεχίζω να βλέπω τον κόσμο να χαμογελά, τη ζωή να περνά δίπλα μου και να μη μπορώ να την αγγίξω. Όμως σήμερα είμαι εδώ. Δε περνώ δίπλα από τη ζωή, δε περνά τίποτα δίπλα μου. Είμαι ακίνητος και για άλλη μια νύχτα επέλεξα να αφήσω τη ζωή να χαμογελά στους άλλους. Για άλλη μια νύχτα αποφάσισα ότι εγώ δε δικαιούμαι να βουτήξω το δάχτυλο στη τούρτα παρά να περιμένω να μου τη σερβίρουν!

Σ’ αυτή τη σκέψη πετάχτηκα από τη θέση μου. Τα πόδια μου πάτησαν στο ζεστό πλακάκι. Είχα καιρό να νιώσω αυτή την αίσθηση. Το κεφάλι μου ακούμπησε αργά στο τοίχο. Έκλεισα απαλά τα μάτια και φαντάστηκα τον εαυτό μου μικρό παιδί να βουτώ όλα μου τα δάχτυλα μέσα σε μια λαχταριστή σοκολατένια τούρτα με μια παχιά στρώση σαντιγί και πολλά κατακόκκινα ζουμερά κεράσια που είχαν αφήσει το σιρόπι τους να κυλάει στην πολύχρωμη πιατέλα. Παρακολουθούσα με ρυθμούς ριπλέι να βγάζω τα δάχτυλα από την τούρτα και να τα βάζω στο στόμα ενώ γύρω μου όλοι ξεφώνιζαν. Άλλοι οργισμένοι, άλλοι γελώντας, άλλοι κοροϊδεύοντας, άλλοι τραβώντας φωτογραφίες, άλλοι χτυπώντας με στη πλάτη και άλλοι ουρλιάζοντας ν’ αποτυπώνουν τα σκληρά τους χαρακτηριστικά, εικόνα στο μυαλό μου. Εκεί ο χρόνος πάγωσε. Εκεί έσφιξα δυνατά τα μάτια και χτύπησα τις γροθιές στα μπράτσα της πολυθρόνας. «Να πάρει η οργή. Αυτή η τούρτα ήταν η δική μου! Χαθείτε όλοι από τα μάτια μου!». Και ο χρόνος κύλησε αργά ξανά. Τα βλέφαρά μου χαλάρωσαν. Οι γροθιές μου άνοιξαν. Για πρώτη φορά ένιωσα πως είναι να τρως τούρτα και να την απολαμβάνεις!

Όλα άρχισαν να σβήνουν σιγά. Ένιωσα ότι πήγαινε να με πάρει ο ύπνος. Άνοιξα τα μάτια πολύ σιγά. Ήμουν ακόμα εκεί. Το ίδιο μπαλκόνι. Η ίδια καρέκλα. Η ίδια θέα μπροστά μου. Τι θα γίνω; Που θα με βρει η επόμενη μέρα; Σε ποια κατάσταση; Σε ποια πελάγη θα θαλασσοδέρνονται οι ελπίδες μου;
Ποιες ελπίδες; Ποιες ελπίδες; ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ; Τρόμαξα! Ποιος ρωτούσε; Ασυναίσθητα κοίταξα δεξιά – αριστερά. Κανείς. Μόνο εγώ. Εγώ, η σκιά και ….. «Ποιος είσαι συ;» Σχεδόν το ψιθύρισα και τρόμαξα και μ’ αυτό τον ψίθυρο. ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; Και αυτή τη φορά η φωνή μου αντήχησε. Χτύπησε στον τοίχο της απέναντι οικοδομής και ξαναγύρισε σφυρίζοντας στ’ αυτιά μου. Δυο ερωτήσεις στροβιλίζονταν ιλιγγιωδώς τώρα στο κεφάλι μου. ΠΟΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ; - ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; Ξανά και ξανά. Νόμιζα ότι θα τρελαθώ. Δεν άντεχα άλλο! Μετάνιωσα εκατοντάδες φορές που δεν έκανα εκείνο τον περίπατο. Εκεί τουλάχιστον ήξερα. Θα βημάτιζα πιο γρήγορα, θα έτρεχα στην ανάγκη, θα ξεχνιόμουν μπροστά στις βιτρίνες, θα περνούσα ανάμεσα από τα φανάρια και τα αυτοκίνητα. Θα ξέφευγα. Τώρα; Πως θα γλιτώσω; Τι θα κάνω; Είναι κανείς εδώ; Τόσοι φίλοι … τόσοι που λένε ότι ξέρουν …. Κάποιος …. Βοήθεια!

Η ανάσα μου βαθιά βγαίνει τρέμοντας και λαχανιασμένη. Ο λαιμός μου καίει και τα μάτια μου θολώνουν και καθαρίζουν με κάθε εισπνοή. Θέλω να φύγω τώρα! ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΏ! ΝΑ ΧΑΘΩ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ! Να τα αφήσω όλα πίσω μου θέλω! Τώρα! Ακούει κανείς; Θεέ ακούς; Νιώθω ότι η δύναμή μου λιγοστεύει. Ποτέ δεν είχα τη δύναμη. Ποτέ! Και οι ερωτήσεις εκεί να πηγαινοέρχονται και να μου τρυπάνε τα μηνίγγια! ΠΟΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ; - ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;
Δε μπορώ! Δε μπορώ να ξεφύγω. Είναι αυτός! Τον γνωρίζω! Είναι η σκιά που μεταμορφώνεται. Όσο μακριά και αν τρέξω είναι ΑΥΤΟΣ. Σφίγγω τα δόντια και ο θυμός μου με κυριεύει! Με τρελαίνει. Για πόσο ακόμα; Αναρωτιέμαι και εκεί πάλι με επιμονή έρχεται νέο κύμα. ΠΟΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ; Δεν απαντώ. Δε ρωτώ πια! Ξέρω ποιος είναι .Είναι αυτός. Αυτός που με βασανίζει. ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΕΑΥΤΕ;;; Ουρλιάζω σχεδόν. Η φωνή μου γδέρνει το εσωτερικό του λαιμού μου.

Ησυχία. Όλα ξαφνικά ηρέμησαν. Σηκώνομαι όρθιος και αναζητώ κάτι ολόγυρα. Ένα ίχνος της πάλης. Ένα σημάδι για ότι προηγήθηκε. Η λάμπα του δρόμου αντανακλάει στην απέναντι τζαμαρία και με τυφλώνει. Κάθομαι ξανά. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; Φωνάζω. Κανείς! Ησυχία. Η καρδιά μου θέλει να πεταχτεί έξω. Να εκτοξευτεί. Τρέμω. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; Ακούω κάτι να σέρνεται. Βήματα. Είναι πολύ σιγανά, σχεδόν υπόκωφα! Σταματώ την ανάσα μου και αφουγκράζομαι! Μια φωνή, η δική του. Είναι; Μοιάζει τόσο αδύναμη. Προσπαθώ να ξεχωρίσω τις λέξεις …… «Ποιες είναι οι ελπίδες σου να πάρει; ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ;»

Η φωνή κόβεται. Τα βήματα χάνονται μέσα στη νύχτα. Αφήνω το κορμί μου εξαντλημένο να πέσει πίσω. Κλείνω τα μάτια και τα δάκρυα καυτά κυλούν στο πρόσωπό μου. Ποιες είναι; Ψιθυρίζω και παρακολουθώ, πέρα στον ορίζοντα, τη σκιά να απομακρύνεται. Το σκοτάδι να διαλύεται, το φεγγάρι να χάνεται ανάμεσα στα πρώτα λευκά σύννεφα. Ο ήλιος τρύπησε τα κλειστά βλέφαρά μου και χάιδεψε το ιδρωμένο μου μέτωπο. Μια σκέψη πέρασε σα φτερούγισα από όλο μου το κορμί. «Σήμερα θα ψάξω να βρω …. ποίες είναι επιτέλους οι ελπίδες μου …..»