ΠΤΗΣΗ ΝΟΗΤΗ

Ελάτε να κάνουμε μια πτήση νοητή στον πιο κοντινό μας προορισμό, τον εαυτό μας …….. Ελάτε να φωτίσουμε το βλέμμα μας με τη ματιά των άλλων .....

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ, ΕΒΡΟΥ, Greece

Δε θα γράψω για το τι είμαι ... αλλά για το τι θα' θελα να είμαι! Ένα θαλασσοπούλι γεννημένο να' ναι ελεύθερο για πάντα! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……

Τετάρτη, Απριλίου 19, 2006

ΕΚΕΙΝΟΣ .... ΕΚΕΙΝΗ ...

Εκείνος ξύπνησε μέσα σε ένα καυτό πρωινό. Το υπόγειο που κοιμόταν πάσχιζε να κρατήσει έξω από τους τοίχους την αποπνικτική ζέστη. Άνοιξε τα μάτια του πάνω σε ένα υγρό από τον ιδρώτα κρεβάτι. Ένα ελαφρύ λευκό λινό σεντόνι σκέπαζε ένα μέρος των ποδιών του. Το τίναξε από πάνω του. Σηκώθηκε γρήγορα, σχεδόν απότομα. Το πρωινό του ξύπνημα δεν αποζητούσε το χουζούρεμα. Άνοιξε την ξύλινη πόρτα που έτριξε ακουμπώντας στον τοίχο. Ο ήλιος οδήγησε το χέρι του να κάνει αντηλιά με τη παλάμη. Τα μάτια του μίκρυναν. Η ανάσα του συνάντησε ένα πνιγηρό ζεστό ρεύμα αέρα.

Εκείνη ξύπνησε μέσα σε ένα δροσερό Φθινοπωρινό πρωινό. Το κρεβάτι με τα στρωμένα σεντόνια έμοιαζε υπερβολικά δροσερό γι’ αυτή την ώρα. Αναζήτησε τη λεπτή κουβέρτα που είχε τυλιχθεί στα πόδια της και την τράβηξε μέχρι το λαιμό. Γύρισε στο πλάι και αγκάλιασε τα γόνατά της. Λούφαξε το πρόσωπό της στη πτυχή του μαξιλαριού μυρίζοντας το άρωμα της που απέμεινε από το προηγούμενο βράδυ. Μετά από μερικά λεπτά σηκώθηκε απρόθυμα και πήγε στο μπάνιο. Απέμεινε να κοιτά μισοκοιμισμένη το πρόσωπό της. Τις μικρές ρυτίδες του ύπνου, τα μισόκλειστα μάτια, τα ανακατεμένα μαλλιά. Χαμογέλασε και έσκυψε ρίχνοντας δυο χούφτες κρύο νερό.

Εκείνος προσπάθησε να δει τον ήλιο κατάματα. Άπλωσε τα χέρια σα να μάζευε τις ακτίδες που ξεστράτιζαν και κατέληγαν στην αυλή του, στους τοίχους και τη στέγη του σπιτιού του, στο σώμα του. Έκλεισε τα μάτια και τις έστειλε από το δικό του Καλοκαίρι, στο δικό της Φθινόπωρο. Από το δικό του φωτεινό και ηλιόλουστο πρωινό στο δικό της, το μουντό και συννεφιασμένο.

Εκείνη περπατούσε με βιαστικό βήμα στο υγρό πεζοδρόμιο. Τα μαλλιά της ακουμπούσαν στο λαιμό της και τον ζέσταιναν. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει καλά – καλά και τα πουλιά είχαν κατακλύσει τον ουρανό με τα φτερουγίσματα και τα κρωξίματά τους. Στάθηκε και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Παρατηρούσε τις αλλόκοτες κινήσεις τους. Πέρα – δώθε και βουτιές στο κενό. Άπλωσε τη παλάμη της στραμμένη προς τα πάνω και έπεσε απαλά ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα φτερό. Περιστεριού. Το κράτησε για λίγο και το χάιδεψε. Μετά το έφερε μπροστά στα χείλη της και το φύσηξε. Έστειλε την ανάσα της από το ξημέρωμά της, που πρόβαλε στην Ανατολή πίσω από χρυσαφένια χρώματα, στο δικό του, το ζεστό και υγρό, το αφημένο στη νωχελικότητα μιας ψάθινης πολυθρόνας.

Περπατούσε στα στενά της πόλης του. Στα πέτρινα πλακόστρωτα. Τα βήματά του τον οδήγησαν στη πέτρινη πλατεία. Οι φοίνικες ψηλοί, ανοιγμένοι στον ουρανό με τα πράσινα σπαθωτά τους κλαδιά. Το πέτρινο κτίριο με τα μπλε ξύλινα παραθυρόφυλλα στα αριστερά του φωτιζόταν περίεργα από το δυνατό φως. Στο βάθος ένα καμπαναριό, κάτι σα καμπαναριό, σχίζει τον αέρα, τη θέα μπροστά του, με το ύψος του, τα κενά παράθυρα, την τριγωνική επιστέγαση. Πάνω από το κεφάλι του σειρές στρογγυλές λάμπες. Ρίχνει το βλέμμα χαμηλά. Πέτρινες πλάκες εναλλάσσονται. Στο μέγεθος, στο σχήμα, στο χρώμα. Τα βήματά του εναλλάσσονται και αυτά. Δεξί – αριστερό, δεξί αριστερό. Στάση. Σηκώνει το βλέμμα. Η πέτρινη χαμογελαστή φάλαινα στέκει μπροστά του. Χαμογελά. Τη φαντάζεται. Πάνω στα κύματα. Πάνω στην πέτρινη πλατεία. Πάνω στα λευκά σύννεφα που ταξιδεύουν στο γαλάζιο ουρανό του και συναντούν τα δικά της ….. τα άσπρα και μαύρα που ενώνονται στο σκυθρωπό ουρανό της.

Περπατούσε στα κοιμισμένα στενά της πόλης της. Ησυχία και μερικοί ήχοι πίσω της. Πίσω από τα βήματά της. Μικρές λακκούβες με νερό που αναταράσσονται με την άκρη του τακουνιού της, που βουλιάζει μέσα τους. Σκόρπια ξερά φύλλα που ξεψυχάνε κάτω από τις σόλες των παπουτσιών της. Μια πετρούλα που κυλάει μπροστά της και τη ξανακλωτσά παιχνιδιάρικα. Τη συνοδεύει στη διαδρομή της. Την ακολουθεί με τη ματιά της. Τη σπρώχνει και χάνεται μέσα στα ξεχασμένα νερά τις χθεσινής βροχής, την παρασύρουν μέσα στα ρείθρα στο πλάι του δρόμου. Κυλάει μέχρι το επόμενο τετράγωνο, μέχρι το κέντρο της πόλης, μέχρι τις παρυφές της. Χύνεται στο ποτάμι και ακολουθεί τη θάλασσα και ενώνεται με τα νερά της δικής του θάλασσας, που στέκει μπροστά της, καθισμένος στις ζεστές πέτρες του λιμανιού, αγναντεύοντας τα κύματα που απλώνονται.

Κλείνει τα μάτια της. Κλείνει τα μάτια του. Ένα απαλό δροσερό αεράκι ανατριχιάζει το δέρμα της. Ένα ζεστό φευγάτο κύμα αέρα υγραίνει το μέτωπό του. Το χέρι της πιάνει το μπροστινό μέρος του λαιμού της. Το χέρι του περνάει ανάμεσα από τα μαλλιά του. Σταγόνες από ένα ξαφνικό ψιλόβροχο κύλησαν στις γάμπες των ποδιών της. Σταγόνες από μερικά ανυπόμονα κύματα που έσκασαν στον τοίχο του λιμανιού, έβρεξαν το τζιν παντελόνι του. Ένα περιστέρι πέρασε πολύ κοντά της. Δίπλα από το πρόσωπό της. Παρέσυρε τη ματιά της, την εγκλώβισε ανάμεσα στα φτερά του, την παρέσυρε στον ουρανό. Ένας γλάρος πέρασε μπροστά από το πρόσωπό του. Έκλεισε τα μάτια απότομα και τα άνοιξε σχεδόν αμέσως ακολουθώντας το τρελό πέταγμα. Το βλέμμα του ανακατεύει τα φτερά του γλάρου. Το παρέσυρε στον ουρανό.

Κι ο ουρανός μοιράζεται, ενώνεται, μηδενίζει την απόσταση στο απέραντό του. Ενώνει τις ματιές τους και τις ταξιδεύει με ένα πέταγμα, με μια ανάσα, με ένα πόθο …… μέσα σε ένα πρωινό, σε ένα συνεχιζόμενο Καλοκαίρι, σε ένα καινούριο Φθινόπωρο ……

2 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

Παντοτε σ εκοινη την πλατεια θα ηχουν τα βηματα τους κι η φαντασια του θ ακολουθη τ αποτυπωματα τους που χαραχτηκαν φανταστικα κι αυτα, πανω στοις πλακες, συντροφεμενα απο ανεμελα χαμογελα, ανγκαλιασματα και παιχνιδια.
Γεματος χαρα θα φερνη μπρος στη φιλη του τη χαμογελαστη φαλαινα τ ονειρο του κι εκοινη θα του κλεινη παιδιαστικα το ματι επειδη ξερη πως εμαθε απ τους φοινικες να αφηνη ξερο το χθες και να ψηλωνη προς τον ουρανο,με τ ονειρο του,αναμεσα σε πουλια' γλαρους και περιστερια.Εκοινη κι ο ουρανος,σαν δυο χερια για εκεινον που κρατηθηκαν σε καποια πλατεια,μεσα σ ενα ταξι,σ ενα τραπεζι πανω.Χαντρες ευλαβικα περασμενες στο δερματινο μαυρο λουρακι του κομπολογιου ενος προσκυνητη και σχηματισαν μια λεξη,σαν απαντηση.Ενα φθινωπορο κι ενα καλοκαιρι,ανατολη και δυση,φωτογραφεια και μουσικη σ αλλον ενα κυκλο ζωης.Μια αρχη διχως τελος ταξιδευη τον χρονο με τα ακουραστα φτερα ενος πραγματικου, Θελω... ψυχης.

2:20 μ.μ.  
Blogger alkioni said...

.... τόσο όμορφο όσο μια συνέχεια που θα μπορούσες να γράψεις μόνο εσύ ... σ' ευχαριστώ που άφησες αυτές τις μοναδικά τρυφερές λέξεις εδώ ....

2:46 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home