ΠΤΗΣΗ ΝΟΗΤΗ

Ελάτε να κάνουμε μια πτήση νοητή στον πιο κοντινό μας προορισμό, τον εαυτό μας …….. Ελάτε να φωτίσουμε το βλέμμα μας με τη ματιά των άλλων .....

Η Φωτό Μου
Όνομα:
Τοποθεσία: ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ, ΕΒΡΟΥ, Greece

Δε θα γράψω για το τι είμαι ... αλλά για το τι θα' θελα να είμαι! Ένα θαλασσοπούλι γεννημένο να' ναι ελεύθερο για πάντα! Πέταγμα και θάλασσα μαζί, φτερά και αρμύρα, απεραντοσύνη και βυθός. Μαγεία και λαχτάρα ……

Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006



alkioni.deviantart.com

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

ΒΥΘΟΣ

Χλωμή αυγή ξεπροβάλλει μέσα από τα όνειρα
Λάγνος ρυθμός αφήνει τον ήχο του κύματος να ξεθωριάσει
Ήχοι τυμπάνων κρούουν διαπεραστικά μέσα στα αυτιά, ναρκώνουν
Αιώρηση με τα μάτια κλειστά, λίγα εκατοστά πάνω από τη θάλασσα,
το μπλε, το κύμα, τον αφρό.
Απλώνουν στο πλάι τα χέρια. Ανοίγει η αγκαλιά, Ανατολή και Δύση.
Ο ήλιος καίει το πρόσωπο, τα βλέφαρα, τα χείλη.
Πόνος.
Βουλιάζει το κεφάλι στο νερό και ακούγεται ο ήχος από τις πέτρες που κινούνται στο βυθό.
Βουλιάζει το μέτωπο, τα μάτια, το στόμα.
Τα μαλλιά απλώνουν.
Φλόγες που σβήνουν από το κύμα και αναζωπυρώνονται από τον ήλιο.
Το κορμί αιωρείται, το κεφάλι βουλιάζει, μα η ανάσα σταθερή, βαθιά.
Αρμύρα και βουητό ξοδεύονται.
Κομμάτια ελευθερίας χτυπάνε πάνω στο σώμα, στα μουλιασμένα φτερά.
Η ταχύτητά ανυπολόγιστη. Ταχύτητα από τις πτήσεις, τις περασμένες.
Τροχιά από πούπουλα που ανεμίζουν στον ορίζοντα και ξεμακραίνουν.
Τα μάτια ανοίγουν μέσα στο νερό.
Ανάμεσα στον εαυτό και το φως, νερό.
Ανάμεσα στον εαυτό και το βυθό, η ελευθερία.
Ανάμεσα στον εαυτό και την καρδιά οι ήχοι των τυμπάνων που ξεκουφαίνουν.
Αφήνομαι.
Βαραίνω.
Βυθίζομαι.
Ξαπλώνωστο βυθό. Στη λευκή κάτασπρη άμμο.
Αγκαλιάζω τα γόνατα, βάζω ανάμεσα το κεφάλι.
Κουρνιάζω.

ΔΡΟΜΟΣ

Τι κι αν η νύχτα έφτασε στο τέρμα της και τα πρώτα ίχνη της μέρας θ' αποκαλυφθούν, θολές αχτίδες ανάμεσα απ' τα σύννεφα ….
Τι κι αν σε λίγο πριν καλά - καλά τα μάτια κλείσουν, ανοίξουν πάλι ....
Τι κι αν λίγα λεπτά ύπνου θυσιάζω ....
Αλήθεια …. Τι κι αν ;
Είμαι ακόμα μόνη εδώ να ψάχνω να βρω μέσα μου κάτι περισσότερο δυνατό από σένα, να μετράω αυτά που αφήνω να γλιστράνε στο μυαλό και τη σκέψη μου σημαδεμένα, μικρά και ανυπεράσπιστα μπροστά στα μήπως και τα αν ….
Είμαι εδώ ν’ ανατριχιάζω με τη ψύχρα ενός κρύου δωματίου που αναζητά απεγνωσμένα μια αγκαλιά …. Κρυώνω …
Είμαι εδώ, σφίγγω το σώμα για να μη μουδιάσει η καρδιά, σμίγω τα χείλη για να μη βγει η ανάσα, λυγμός…..
Συγχώρα με …. Είμαι μόνη εδώ … και είναι δύσκολο πολύ ….. να θες, να ονειρεύεσαι, να νιώθεις και ύστερα να ανοίγεις τα μάτια και ν’ αντικρίζεις μια μέρα που ξεχύνεται στους δρόμους, ένα δρόμο που δε θα βγάλει εκεί που θες, ένα θέλω που αιωρείται και λικνίζεται ανάμεσα σε σκόρπια κομμάτια του εαυτού σου που προσπαθείς να ενώσεις …..

ΑΕΡΑΣ

Αέρας. Ο αέρας που φεύγει και έρχεται. Ο αέρα που περνά και …. σταματά ή συνεχίζει; Ξεψυχά όπως θα έλεγε ο ποιητής ή προχωρά στο αέναο ταξίδι στο χρόνο;
Ο αέρας που φυσά και αγγίζει. Ακουμπά. Αναριγά η αφή. Ποιος είναι εκεί για να το νιώσει; Ποιο κορμί απομονώνει τις αισθήσεις, τις σκέψεις και τις επιρροές για να νιώσει απλά τη στιγμή. Το δευτερόλεπτο. Το άγγιγμα. Εκείνο που περνά και χάνεται και δε περιλαμβάνει παρά μόνο αφή. Παρά μόνο στιγμή. Και ότι πεις νιώσιμο. Και ότι νιώσεις … τελειώνει και κλείνει ο κύκλος. Ολοκληρώνεται η πρώτη και σημαντικότερη στιγμή που πυροδοτεί τη συνέχεια, τη σκέψη, τη γνώση, την ανάλυση. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για ν’ ακολουθήσει ένας άλλος ατέλειωτος και ατέρμονος χορός περίπλοκων συνδυασμών και συνθέσεων του μυαλού. Όμως η στιγμή που περνά και χάνεται είναι μοναδική, αστείρευτη ανεπανάληπτη στο χρόνο.
Πόσο δεμένη με τη σκέψη είναι η αίσθηση και η ανταπόκριση της αφής μέσα μας; Πόσο εύκολα θυσιάζουμε στο βωμό της αιτιολόγησης αυτό που δεν απαιτεί παρά μόνο ….. να το νιώσεις; Και να κλείσει, να τελειώσει, να ολοκληρωθεί. Δύο χρόνοι. Δύο επίπεδα. Εκεί που όλα ήταν ένα …. Τώρα υπάρχει. Αναδύθηκε από μια στιγμή ακίνητη μέσα στον αέρα που φυσά. Που αγγίζει το δέρμα. Που το νιώθεις και …. Τελείωσε. Δεν υπάρχει συνέχεια. Δεν υπάρχει μετά.
Μήπως τελικά αυτό που μας σπρώχνει στην εξήγηση είναι αυτή η ναυτία που προκαλεί η μη ύπαρξη του μετά; Η ανάγκη να συνεχίζεται κάτι επ’ αορίστου με τη σκέψη, τη γνώση, την ανακάλυψη; Μήπως είναι ο φόβος να παραδοθούμε σε μια στιγμή που δε θα έχει συνέχεια; Εξέλιξη; Που θα αφήνει το αίσθημα της αδυναμίας να παρατείνουμε αυτό που νιώθουμε και μόνο. Η μη ύπαρξη του μετά που πυροδοτεί τον ανθρώπινο φόβο μπροστά σε αυτό που στιγμιαία υπάρχει και χάνεται διότι απαιτεί να βιώνεται για όσο διαρκεί χωρίς να μπορέσει να το κουβαλήσει κανείς στο χρόνο επιβεβαιώνοντας την ύπαρξή του
Αυτή η στιγμή είναι η ίδια η επαφή με την ψυχή, που δε διψά για γνώση και προβληματισμό, αλλά που η ίδια δημιουργεί από την ύπαρξη στιγμών ατόφιων, χωρίς συνέχεια. Και κατ’ επέκταση μόνο έτσι εξελίσσεται. Ενώ η σκέψη εξελίσσεται με την ανάλυση, την επεξήγηση, τη συνεχιζόμενη δράση.
Αυτή μπορεί να θεωρηθεί η ανατροφοδότηση της ψυχής και της περίπλοκης, για τον νου, διαδικασίας, να δημιουργεί και όχι να επεξεργάζεται! Να προσφέρει αυτό που αυτοδημιουργείται μέσα της και δε «κατασκευάζεται».

ΝΟΤΙΑ

Σε δυο θάλασσες ανάμεσα εγώ
Σ’ ένα κομμάτι αμμουδιά υγρή, νοτισμένη
Ξαπλώνω και κάθομαι
Κουρνιάζω και αγκαλιάζομαι
Μαζεύομαι και απλώνω το γυμνό μου κορμί
Βρεγμένοι κόκκοι άμμου κολλάνε πάνω μου
Την ξέρω αυτή την αίσθηση
Ελευθερία και ομηρία
Ανεμελιά και επιτακτική ανησυχία
Μουσκεμένα μαλλιά, υγρές παλάμες
Το κύμα σκάει στις πατούσες
Σταγόνες αγγίζουν και κάθονται στο γυμνό στήθος
Στη κοιλιά, στους μηρούς
Το πρόσωπο χαλαρωμένο, υγρό
Κλειστά τα μάτια
Το κύμα από τις θάλασσες αφήνει τον αφρό του πάνω μου
Σκέψεις που ξεχύνονται στο σώμα και το μυαλό μου
Μα το κορμί κολλημένο εκεί, στην άμμο ….
Άνεμο ψάχνει να το σηκώσει ψηλά,
Να αιωρηθεί, να ταξιδέψει ….
Άνεμο αληθινό ….
Που είσαι; Γιατί δεν έρχεσαι τώρα που σε χρειάζομαι;
Σου ‘κανα όλα σου τα χατίρια,
Δάκρυσα, πόνεσα, περιπλανήθηκα, ένιωσα την ανατριχίλα σου, την ανάσα σου,
σε ζωντάνεψα ….
Τώρα σε περιμένω ….
Όχι για να μου ανταποδώσεις μα για να μου χαριστείς ….
για μια φορά …. όπως κανείς δεν το’ χει κάνει ποτέ για μένα ….
Σε περιμένω …. Άνεμε Νοτιά ….
Δικέ μου άνεμε ….

ΨΥΧΗ

Μονοπάτια υγρά κάτω από τις πατούσες,
γυμνά τα πόδια γεμίζουν χώμα.
Περπατώ και αγγίζω με την ανάσα το φύλλωμα των δέντρων.
Το βλέμμα κρυφά κουρνιάζει σε σύννεφα λευκά που τρέχουν.
Αέρας …..
Η ψυχή μαζί του αλητεύει σε μέρη άγνωστα, φωτεινά,
καθαρά, γεμάτα άμμο λευκή από την έρημο.
Σουρούπωσε ο Νοτιάς και σμίλεψε το κορμί ανάμεσα σε δάχτυλα σχοινοβάτη.
Τα μαλλιά μακριά, κατακόκκινα,
τα έκλεισε στις χούφτες του ένας μάγος απ’ την Ανατολή.
«Δικά μου είναι», λέει ….
«Δικά σου ήταν», λέω, «τώρα είναι της φωτιάς ….»
Πέρασαν χρόνια αφημένα δίπλα σε τζάκι άκαυτο
Χρόνια γεμάτα μυρωδιές από αναμνήσεις.
Μικρά μυστικά ψιθύρισε στο στόμα μου η ομορφιά της θάλασσας.
Το νησί ….. Ποιο να ‘σαι αλήθεια;
Βαθιά ξεχασμένα πάθη αγγίζουν το γαλαζοπράσινο σάλι μου,
κρέμεται η άκρη του στο χωμάτινο δρόμο
Γονατίζω στη σκιά της επιθυμίας και τα κλείνω στην αγκαλιά μου.
Θα ‘ρθω το ξέρω … κάποτε ….
Μακάρι ……

ΘΑΛΑΣΣΑ

Μικρή θάλασσα και το γαλάζιο της φωτεινό και ανυποψίαστα αθώο
Μικρή ρωγμή ο ορίζοντας
Σημείο αναφοράς ο ήλιος που αντανακλά και χάνεται.
Επάνω, σημείο. Βαθιά ,το μοίρασμα του φωτός στο νερό, στο βυθό, στο άπειρο.
Εκεί, ανάμεσα, αυτό που περνάει από τη σκέψη στη μνήμη
και από τη μνήμη στη ζωή.
Θάλασσα …. Και ποιος να την προβλέψει ….
Το ξέρεις καλά …. Πάντα το ήξερες ……
Μόνο που δε γνώριζες πως κάποια κύματα ήρθαν στη θάλασσα σου ανέλπιστα, απρόβλεπτα, ξαφνικά …..
Τεράστια κύματα έκρυψαν πίσω τους εικόνες και λέξεις.
Σιωπή …. Μέσα, γύρω ….
Μόνο κύματα …..
Οφθαλμαπάτη ο ορίζοντας.
Σημείο επαφής ο ήλιος. Το φως πάνω στα κύματα, το βλέμμα πάνω στα κύματα, το φως πάνω στο βλέμμα.
Ποιος τάχα μπορεί να πει τι συμβαίνει; Ποιος μοιράζει και ποιος μοιράζεται;
Αέρας. Η άμμος μπαίνει στα μάτια. Το κύμα σκάει στα πόδια.
Ο ήλιος καίει τα κλειστά βλέφαρα.
Ανοίγουν τα μάτια. Η θάλασσα στέρεψε. Ο ήλιος έσβησε.
Το κύμα ξεψύχησε μπροστά. Μόνο ο ορίζοντας εκεί. Μικρή ρωγμή.
Βρεγμένη άμμος.
Βουλιάζουν τα πόδια.